Τρίτη 28 Νοεμβρίου 2017

Βιβλιοκριτική: "Ο τεκτονισμός στην ελληνική κοινωνία και γραμματεία του 18ου αιώνα: Οι γερμανόφωνες μαρτυρίες"



Όπως αναφέρεται στη σελίδα «Γιατί αυτό το Ιστολόγιο», κατά καιρούς θα παρουσιάζονται θέματα που άπτονται της πολιτιστικής ζωής. Σ’ αυτό το πλαίσιο, αναδημοσιεύεται άρθρο βιβλιοκριτικής από το επιστημονικό περιοδικό «Μνήμων» (Τομ. 32, 2012) του κυρίου Ιωάννη Καραχρήστου (μη-τέκτων) που παρουσιάζει το βιβλίο της Αναπληρώτριας Καθηγήτριας Βυζαντινών και Νεοελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου της Κύπρου, κυρίας Ίλιας Χατζηπαναγιώτη – Sangmeister με τίτλο «Ο τεκτονισμός στην ελληνική κοινωνία και γραμματεία του 18ου αιώνα: Οι γερμανόφωνες μαρτυρίες». Πρόκειται για ένα αξιολογότατο σύγγραμμα το οποίο προσεγγίζει και εξετάζει τον Ελευθεροτεκτονισμό με ξεκάθαρη και νηφάλια οπτική. Ένα βιβλίο που ενδιαφέρει τόσο τον Τέκτονα, όσο και τον μη-τέκτονα αναγνώστη και που αξίζει να αναζητήσετε στο πλησιέστερό σας βιβλιοπωλείο!
Emile Thirifocq (Διδάσκαλος – μέλος της Σ. ΣΤ. «Κοινωνικός Κύκλος 0»)

     

Βιβλιοκρισίες
Χατζηπαναγιώτη-Sangmeister, Ο τεκτονισμός στην ελληνική κοινωνία και γραμματεία του 18ου αιώνα: Οι γερμανόφωνες μαρτυρίες, Εκδόσεις Περίπλους, Αθήνα 2010, 328 σ.

Στο καινούργιο της βιβλίο η Ίλια Χατζηπαναγιώτη- Sangmeister επιχειρεί, αξιοποιώντας –εκτός των ελληνικών – και γερμανόφωνες πηγές, να ερευνήσει τον τεκτονισμό, όπως αυτός αποτυπώνεται στην ελληνική κοινωνία και την ελληνική γραμματεία του 18ου αιώνα. Προσεγγίζει, λοιπόν, ένα θέμα, το οποίο, παρότι τις τελευταίες δεκαετίες έχει μελετηθεί εκτενώς στον ευρωπαϊκό χώρο, δεν είχε ακόμα τύχει ανάλογης μεταχείρισης στο πλαίσιο της ελληνόγλωσσης επιστημονικής παραγωγής, όπως, άλλωστε, επισημαίνει και η ίδια η συγγραφέας.
Το βιβλίο αρχίζει με μια σύντομη εισαγωγή, η οποία αναφέρεται στην επίδραση του τεκτονισμού στην Ευρώπη του 18ου αιώνα, στις αλλαγές των μορφών κοινωνικότητας και στη δημιουργία νέων κωδίκων συμπεριφοράς στο πλαίσιο της προσπάθειας της ανερχόμενης αστικής τάξης να δημιουργήσει μια δημόσια σφαίρα και, στη συνέχεια, να τη χρησιμοποιήσει ως μέσο πολιτικής παρέμβασης. Σε αυτή την προσπάθεια σημαντικό ρόλο έπαιξε ο εταιρισμός, χαρακτηριστικό φαινόμενο της εποχής του Διαφωτισμού, είτε πρόκειται για μυστικό είτε όχι, με τον τεκτονισμό να αποτελεί την πιο πλούσια σε επιδράσεις μορφή μυστικού εταιρισμού. Έχοντας καθορίσει το πλαίσιο, εντός του οποίου αναπτύχθηκε ο τεκτονισμός, περνά σε μια σύντομη αναφορά αφενός στη διάδοσή του στην Ευρώπη και τις ευρωπαϊκές αποικίες, αφετέρου στην αντιμετώπιση του τεκτονισμού από την επιστημονική έρευνα. Η πραγματικά σύντομη αυτή επισκόπηση αποτελεί και μια καλή εισαγωγή, για να περάσει στη συνέχεια η συγγραφέας σε μια πιο αναλυτική επισκόπηση της βιβλιογραφίας σχετικά με τον ελληνικό τεκτονισμό από τη δεκαετία του 1780 και εξής. Παράλληλα με την κριτική επισκόπηση των σημαντικότερων έργων, επισημαίνονται τόσο οι γενικότερες κατευθύνσεις της έρευνας όσο και οι περιορισμοί που αυτές επιβάλλουν. Η επισκόπηση αυτή κλείνει με την επισήμανση πως γνωρίζουμε ελάχιστα για τον ελληνικό τεκτονισμό κατά τον 18ο αιώνα καθώς και για την επίδρασή του στην ελληνική κοινωνία της εποχής του Διαφωτισμού.
Μετά την εισαγωγή ακολουθεί ένα σύντομο κεφάλαιο με τον τίτλο «Νέες Λέξεις», στο οποίο η συγγραφέας, αξιοποιώντας τα μεθοδολογικά εργαλεία της Ιστορίας των εννοιών, εξετάζει τους νεολογισμούς που δημιουργήθηκαν στην ελληνική γλώσσα από τα μέσα του 18ου αιώνα και εξής, προκειμένου οι Έλληνες συγγραφείς εκείνης της εποχής να αναφερθούν στους τέκτονες και τον τεκτονισμό. Παράλληλα με τη δημιουργία των όρων, ανιχνεύεται το ιδεολογικό τους περιεχόμενο, η σχέση τους με τις ιδεολογικές και κοινωνικές διαμάχες της εποχής, καθώς και η εικόνα που είχε αρχίσει να διαμορφώνεται, αρνητική κυρίως, στην ελληνική κοινωνία για τους τέκτονες και τον τεκτονισμό.
Στη συνέχεια ακολουθούν τα πέντε κυρίως κεφάλαια του βιβλίου. Στο πρώτο που φέρει τον τίτλο «Ο τεκτονισμός κατά τον 18ο αιώνα», παρουσιάζεται η σχέση του τεκτονισμού με τον Διαφωτισμό κατά τη στιγμή της μετάβασης από το Παλαιό Καθεστώς στις αστικές κοινωνίες στην κεντρική, δυτική και βόρεια Ευρώπη, όπως αυτή προκύπτει από την υπάρχουσα βιβλιογραφία. Επισημαίνεται, μάλιστα, ότι η σύνδεση του τεκτονισμού με τον Διαφωτισμό στον γερμανόφωνο χώρο ήταν ακόμα στενότερη, σε σύγκριση πάντα με τη Γαλλία και τη Μεγάλη Βρετανία, μια και ο τεκτονισμός στον γερμανόφωνο χώρο λειτούργησε εντονότερα ως μέσο χειραφέτησης της ανερχόμενης αστικής τάξης στην προσπάθειά της να απεγκλωβιστεί από την ιδιωτική σφαίρα, στην οποία την είχαν περιορίσει τα απολυταρχικά καθεστώτα. Σε αυτό το πλαίσιο γίνονται κατανοητά τα αιτήματα για κοινωνική ισότητα, θρησκευτική ανοχή, ηθική καλλιέργεια και τελείωση του ανθρώπου μέσω της χαλιναγώγησης των παθών, αιτήματα που δίνουν στον τεκτονισμό του γερμανόφωνου χώρου τον χαρακτήρα ενός εκπαιδευτικού προγράμματος μιας εκκοσμικευμένης ηθικής, χωρίς βεβαίως να τον ταυτίζουν απόλυτα με τον Διαφωτισμό. Παράλληλα, η συγγραφέας δεν παραλείπει να αναφέρει και την ύπαρξη κλάδων του τεκτονισμού, που ήταν επηρεασμένοι από μυστικιστικά ρεύματα, φιλοσοφικά και θρησκευτικά, με αποτέλεσμα από τη δεκαετία του 1760 και μετά να παρατηρηθεί μια προσπάθεια σύνδεσης του ορθολογισμού του Διαφωτισμού με τον μυστικισμό εντός του πλαισίου του τεκτονισμού.
Το έμβλημα της στοάς "Minerva zu den
drei Palmen" τη Λειψία  (1776)

Έχοντας, λοιπόν, θέσει τα βασικά ερωτήματα που θα την απασχολήσουν, η συγγραφέας περνά στην επιλογή του χώρου και του χρόνου της έρευνας, επιλογές που τη διαφοροποιούν από τους προηγούμενους μελετητές του φαινομένου. Απομακρύνεται από την ελληνοκεντρική θεώρηση που επέλεγε ως κατεξοχήν χώρο μελέτης την Οθωμανική Αυτοκρατορία και δευτερευόντως τη Βιέννη και τη Βουδαπέστη ως χώρους δράσης του Ρήγα και των συντρόφων του, και ακολουθώντας την εξέλιξη του φαινομένου του τεκτονισμού στην Ευρώπη εκείνη την εποχή, σε συνδυασμό, βεβαίως, και με την εξέλιξη της ελληνικής Διασποράς, εστιάζει το ενδιαφέρον της στον ευρύτερο γερμανόφωνο χώρο, δηλαδή τόσο στην Αψβουργική επικράτεια όσο και στα γερμανικά κράτη της Σαξονίας, της Πρωσίας, της Βαυαρίας και της Ρηνανίας. Εντόπισε έναν ικανό αριθμό νέων πηγών, καταλόγους μελών των στοών, πρωτόκολλα συνεδριάσεων και αλληλογραφία τόσο μεταξύ των στοών όσο και μεταξύ των ίδιων των τεκτόνων, μέσω των οποίων κατάφερε να εντοπίσει στοιχεία για 46 Έλληνες που συμμετείχαν σε τεκτονικές στοές από το 1776 μέχρι το 1806.
Στο δεύτερο κεφάλαιο του βιβλίου της η συγγραφέας στρέφει την προσοχή της στους Έλληνες τέκτονες που έδρασαν στον γερμανόφωνο χώρο. Εξετάζει κυρίως την παρουσία και δευτερευόντως τη δράση Ελλήνων τεκτόνων σε στοές του γερμανόφωνου χώρου κατά την περίοδο 1776-1806, αξιοποιώντας το διαθέσιμο αρχειακό υλικό. Σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία, το πρώτο ελληνικό ενδιαφέρον για μύηση στον τεκτονισμό κατά τον 18ο αιώνα εντοπίστηκε στον χώρο της Αψβουργικής Μοναρχίας, και συγκεκριμένα στο Σιμπίνι, πόλη με μεγάλο ποσοστό γερμανόφωνου πληθυσμού, η οποία λειτουργούσε και ως σύνδεσμος των Βαλκανίων με την κεντρική Ευρώπη. Στη συνέχεια παρακολουθεί τη μετατόπιση του χώρου μύησης και δράσης των Ελλήνων τεκτόνων κατά τις επόμενες δεκαετίες αρχικά προς τον βόρειο γερμανικό χώρο, με κυρίαρχο κέντρο τη Λειψία, και στη συνέχεια την επέκταση του ενδιαφέροντος προς τον νοτιοδυτικό γερμανικό χώρο στα πρώτα χρόνια του 19ου αιώνα. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι η ανάδειξη της Λειψίας συνοδεύτηκε από μείωση των μυήσεων στη Βιέννη και την Αψβουργική Μοναρχία εν γένει. Σε αυτό το σημείο, και υπό το φως των νέων στοιχείων που παρουσιάζει, δεν χάνει την ευκαιρία να ασκήσει κριτική στην παλαιότερη θέση της ελληνικής ιστοριογραφίας, σύμφωνα με την οποία ο ελληνικός τεκτονισμός είχε γνωρίσει μεγάλη ανάπτυξη στη Βιέννη, αλλά και στη συνακόλουθη εμμονή παλαιότερων μελετητών ότι οι πηγές που θα τεκμηρίωναν κάτι τέτοιο, πιθανότατα είχαν καταστραφεί.

Στο ίδιο κεφάλαιο εξετάζει το κοινωνικό προφίλ των Ελλήνων τεκτόνων και διαπιστώνει τη συντριπτική επικράτηση των εμπόρων, οι οποίοι ακολουθούνται από φοιτητές ιατρικής, γιατρούς, ένα διερμηνέα και έναν κληρικό. Ως προς τους τόπους καταγωγής τους, στις περιπτώσεις που αυτοί είναι γνωστοί, παρατηρείται μια σημαντική επικράτηση της Θεσσαλίας. Με βάση τις παραπάνω διαπιστώσεις η συγγραφέας υποστηρίζει ότι οι Έλληνες τέκτονες του γερμανόφωνου χώρου προέρχονταν κυρίως από τις τάξεις της εκκολαπτόμενης αστικής τάξης, με την εξαίρεση λίγων Φαναριωτών. Επι σημαίνει, μάλιστα, ότι ο αντιπροσωπευτικός τύπος του Έλληνα τέκτονα δεν ήταν αποκλειστικά ο μεγαλέμπορος αλλά και ο μέσος έμπορος, ο λόγιος έμπορος και ο ιατροφιλόσοφος οι ίδιοι δηλαδή «κοινωνικοί τύποι» (ο όρος χρησιμοποιείται από τη συγγραφέα), που ήταν και φορείς του Διαφωτισμού στην ελληνική κοινωνία. Τα συμπεράσματά της είναι πειστικά και τεκμηριωμένα, τόσο με βάση τους πίνακες που δημοσιεύονται μέσα στο κείμενο, όσο και με τα προσωπογραφικά λήμματα των 46 Ελλήνων τεκτόνων που κατόρθωσε να εντοπίσει στις πηγές, τα οποία δημοσιεύονται στο Παράρτημα Ι. Ωστόσο, η συντριπτικά μεγάλη αντιπροσώπευση περιοχών της Θεσσαλίας στους τόπους καταγωγής των Ελλήνων τεκτόνων σε συνδυασμό με την πολύ μικρή αντιπροσώπευση της Δυτικής Μακεδονίας, ενός επίσης παραδοσιακού χώρου καταγωγής μεταναστών που κατευθύνονταν εκείνη την περίοδο προς την κεντρική Ευρώπη, χρήζει περαιτέρω ερμηνείας. Σε αυτό το θέμα επανέρχεται σε επόμενο κεφάλαιο.

Έμβλημα ελευθεροτεκτονικής στοάς (μέσα του 18ου αιώνα).
Είναι φανερές οι αλληγορίες της φιλίας και του κοσμοπολιτισμού.
Σημαντική συμβολή στην κατανόηση της δράσης των Ελλήνων τεκτόνων αποτελεί η διερεύνηση του χαρακτήρα των στοών, στις οποίες οι Έλληνες επέλεγαν να γίνουν μέλη· απέφευγαν τις στοές με έντονα αριστοκρατικό χαρακτήρα και επέλεγαν άλλες που είχαν μεγαλύτερο ποσοστό αστών μεταξύ των μελών τους, αλλά και στοές που ακολουθούσαν ένα «μετριοπαθή τεκτονισμό», μακριά από τον μυστικισμό αλλά από και τον πολιτικό ριζοσπαστισμό. Οι δραστηριότητες των στοών που επέλεγαν, αφορούσαν κυρίως την κοινωνική και πνευματική συναναστροφή των μελών τους και τη φιλανθρωπία.
Το επόμενο κεφάλαιο φέρει τον τίτλο «Ελληνικός τεκτονισμός και αντίδρασης τη Γαλλική Επανάσταση». Εδώ η συγγραφέας επικεντρώνεται στην προσπάθεια ερμηνείας της διακοπής μυήσεων στη Βιέννη, και γενικότερα στην Αψβουργική Μοναρχία, εξέλιξη την οποία συνδέει αφενός με την αντίδραση στη Γαλλική Επανάσταση και τη σκλήρυνση του αντιδιαφωτιστικού μετώπου, αφετέρου με τη συνακόλουθη αναστολή φιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων που είχαν εφαρμοστεί το προηγούμενο διάστημα. Εντός αυτού του κλίματος ο τεκτονισμός συμφύρεται στον Συντηρητικό λόγο (discours) με τον Διαφωτισμό, τον Ιακωβινισμό και το Κίνημα των Πεφωτισμένων (Illuminaten). Σε αυτή την προσπάθεια πήραν μέρος και ελληνικά έντυπα που εκδίδονταν στη Βιέννη, όπως η Εφημερίς των Μαρκιδών Πούλιου, όπου δημοσιεύονται ανάλογα κείμενα, αλλά και Έλληνες λόγιοι που διέμεναν στην Αψβουργική πρωτεύουσα, όπως ο Πολυζώης Κοντός με το έργο του Νεκρικοί διάλογοι. Ανάλογες θέσεις κατά του τεκτονισμού και του Διαφωτισμού εκφράζονταν την ίδια περίοδο και από Έλληνες λόγιους που ζούσαν στον χώρο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Επομένως, η διακοπή των μυήσεων Ελλήνων σε τεκτονικές στοές της Αψβουργικής Μοναρχίας ερμηνεύεται ως αποτέλεσμα του ανελεύθερου αυτού κλίματος που επικράτησε κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1790 στους χώρους υποδοχής Ελλήνων μεταναστών από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Έτσι, τουλάχιστον, εξηγείται εν μέρει η μύηση σε στοές της Λιψίας Ελλήνων που ήταν εγκατεστημένοι στη Βιέννη. Βεβαίως, όπως εύστοχα επισημαίνεται, σε αυτόν τον παράγοντα θα πρέπει να προστεθεί η μεγάλη σημασία της Λιψίας για το ελληνικό εμπόριο αλλά και η έλξη που ασκούσε η συγκεκριμένη πόλη στους λόγιους και τους φοιτητές.
Έχοντας ολοκληρώσει την ανάλυση της χρονικής και χωρικής διασποράς του φαινομένου, η συγγραφέας αφιερώνει το επόμενο κεφάλαιο στη διερεύνηση των κινήτρων που ωθούσαν τα μέλη των ελληνικών παροικιών του γερμανόφωνου χώρου να ενταχθούν σε τεκτονικές στοές. Για τους Έλληνες αστούς, όπως άλλωστε και για τους άλλους Ευρωπαίους ομοτέχνους τους, η συμμετοχή σε κάποια στοά συνιστούσε μια προσπάθεια εξόδου από τον ιδιωτικό χώρο, στον οποίο τους είχε πε ριορίσει το Παλαιό Καθεστώς. Μάλιστα, όπως εύστοχα παρατηρεί η συγγραφέας, η προσπάθεια αυτή συμπίπτει χρονικά με την προσπάθεια διαμόρφωσης μιας δημόσιας σφαίρας στον χώρο των παροικιών, όπως φανερώνει και το χαρακτηριστικό παράδειγμα της έκδοσης ελληνόφωνων εφημερίδων. Προς αυτή την κατεύθυνση θα βοηθούσε ίσως ακόμα περισσότερο η έρευνα της υιοθέτησης αστικών προτύπων κοινωνικότητας γενικότερα από τους Έλληνες της διασποράς, πέρα από τη συμμετοχή τους σε τεκτονικές στοές, έρευνα που θα μας έδινε και μια συνολικότερη εικόνα της δράσης των Ελλήνων τεκτόνων. Τόσο το συγκεκριμένο κεφάλαιο όσο και τα προσωπογραφικά λήμματα στο Παράρτημα Ι αποτελούν σημαντικές συμβολές προς αυτή την κατεύθυνση. Το επόμενο βήμα, στον βαθμό βεβαίως που κάτι τέτοιο θα υποστηριζόταν από τις διαθέσιμες πηγές, θα μπορούσε να είναι παραδειγματικές μικροϊστορικές μελέτες για συγκεκριμένα άτομα, η πορεία της ζωής των οποίων θα μπορούσε να ανασυντεθεί με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ακρίβεια. Για τους Έλληνες αστούς της διασποράς η είσοδος σε μια τεκτονική στοά αποτελούσε και ένα μέσο διείσδυσης στο κυρίαρχο περιβάλλον υποδοχής αποφεύγοντας την παροικιακή απομόνωση, επιχειρούσαν να ενσωματωθούν πολιτισμικά στο περιβάλλον υποδοχής, μια και ο τεκτονισμός στους κύκλους της ευρωπαϊκής αστικής τάξης του τέλους του 18ου αιώνα αποτελούσε μόδα. Ακολουθώντας, επομένως, τις μοντέρνες μορφές κοινωνικότητας, προσέβλεπαν στην κοινωνική τους καταξίωση.
Όμως η συγγραφέας δεν περιορίζει τις στρατηγικές των Ελλήνων τεκτόνων στο επίπεδο της κοινωνικής ενσωμάτωσης. Όπως αποδεικνύει μέσα από την εύστοχη χρήση σχετικών παραδειγμάτων, μέσω της ένταξής τους σε στοές οι Έλληνες πάροικοι επιχειρούσαν τη συγκρότηση δικτύων που θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν και για την εξυπηρέτηση των επαγγελματικών τους αναγκών. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον αποκτά, λοιπόν, το γεγονός ότι κάποτε αυτή η προσπάθεια δεν γινόταν σε ατομικό επίπεδο μεμονωμένων εμπόρων αλλά ομαδικά σε επίπεδο εμπορικών δικτύων, τα μέλη των οποίων, μέσω της ένταξής τους σε μια στοά, επιχειρούσαν να εκμεταλλευτούν τα επικοινωνιακά δίκτυα του τεκτονισμού. Ιδιαιτέρως διαφωτιστική ως προς αυτό είναι η ανάλυση της περίπτωσης των Αμπελακιωτών, οι οποίοι, όντας μέλη του ίδιου εμπορικού δικτύου, εντάχθηκαν στη στοά Balduin της Λιψίας. Ειδικά για τη συγκεκριμένη περίπτωση έχει ενδιαφέρον η παρατήρηση της Ίλιας Χατζηπαναγιώτη-Sangmeister ότι, πέραν των υπόλοιπων κινήτρων, οι Αμπελακιώτες ήταν και πολιτισμικά εξοικειωμένοι με την τήρηση μυστικών, καθώς έπρεπε να φυλάσσουν το επαγγελματικό μυστικό της βαφής των νημάτων, γεγονός που έκανε πιο οικεία την ιδέα της συμμετοχής τους σε μια μυστική εταιρεία. Σε κάθε περίπτωση πάντως, η ανάλυση του συγκεκριμένου παραδείγματος αποδεικνύει πόσο γόνιμη μπορεί να είναι μια μικροϊστορική προσέγγιση, η οποία φανερώνει και την τοπική διάσταση των δικτύων, επιτρέποντάς μας, έτσι, να ερμηνεύσουμε καλύτερα τη μεγάλη συγκέντρωση τεκτόνων εντός μιας ομάδας μεταναστών με καταγωγή από έναν συγκεκριμένο τόπο. Πιστεύουμε, μάλιστα, ότι αυτό το εγχείρημα καλό θα ήταν να εφαρμοστεί και για άλλους τόπους καταγωγής εμπόρων, για τους οποίους –από τα στοιχεία που παρουσιάζονται– προκύπτει αυξημένη συμμετοχή σε τεκτονικές στοές, όπως π.χ. στη Ραψάνη.
Στο επόμενο, και τελευταίο από τα Πέντε κεφάλαια του κυρίως μέρους του βιβλίου, το κέντρο βάρους μετατοπίζεται από την κεντρική Ευρώπη στον ελλαδικό χώρο, καθώς σε αυτό εξετάζονται οι «Επιδράσεις του τεκτονισμού στην ελληνική κοινωνία». Παρατίθενται εν συντομία πληροφορίες σχετικά με την ίδρυση τεκτονικής στοάς από Έλληνες στα Αμπελάκια, η οποία είχε ιδρυθεί από τον Ιωάννη Παπαθεοδώρου, μέλος της στοάς Balduin της Λιψίας, και λειτουργούσε το 1803. Πρόκειται για την πρώτη στοά που φαίνεται ότι ιδρύθηκε στον ελληνόφωνο χώρο από ελληνική πρωτοβουλία. Σημειώνεται, επίσης, ότι αυτή η στοά είναι σημαντική, γιατί, εκτός των άλλων, αποτελούσε μια ακόμα εστία μυστικού εταιρισμού, που βρίσκεται χρονικά κοντά στη σύλληψη του Ρήγα, και μάλιστα σε ένα χώρο που συνδεόταν τόσο με αυτόν όσο και με άλλες σημαντικές μορφές του Νεοελληνικού Διαφωτισμού.
Συνεχίζοντας τη διερεύνηση των επιδράσεων του τεκτονισμού στον ελληνικό χώρο εξετάζει τη δραστηριότητα των εμπορικών συντροφιών αναζητώντας σε αυτή επιδράσεις του τεκτονισμού. Το παράδειγμά της είναι και πάλι τα Αμπελάκια και η έννοια που αναζητά η φιλανθρωπία, πρακτική πολύ σημαντική στον χώρο των τεκτόνων. Συγκρίνει τα καταστατικά των συντροφιών του 1780 και του 1805, επιχειρώντας να εντοπίσει τις αλλαγές που είχαν συντελεστεί. Από την έρευνα αυτή προκύπτει ότι στο Καταστατικό του 1805 η έννοια της φιλανθρωπίας θεσμοθετείται ως δέουσα κοινωνική συμπεριφορά που συμβάλλει στο κοινό καλό και όχι ως χριστιανικό καθήκον, αλλαγή που η συγγραφέας αποδίδει στην τεκτονική εμπειρία των Αμπελακιωτών εμπόρων.
Αναζητώντας περαιτέρω επιδράσεις της τεκτονικής εμπειρίας στην εκκοσμίκευση των απόψεων περί φιλανθρωπίας στρέφει το ενδιαφέρον της στην ανάλυση της ποιητικής ανθολογίας του Ζήση Δαούτη, τέκτονα εμπόρου από τον Τύρναβο, ο οποίος δραστηριοποιήθηκε στη Βιέννη, όπου και εξέδωσε την ανθολογία του, το 1818. Στα ποιήματα της συλλογής ανιχνεύονται επιδράσεις στη μορφή του στίχου από τεκτονικά τραγούδια που λέγονταν στις στοές κατά τη διάρκεια των συναθροίσεων. Επισημαίνεται ότι τα στοιχεία αυτά είναι αρκετά ενδιαφέροντα και για την περεταίρω ανάλυση της συλλογής, αφού δεν απαντούν στη φαναριώτικη ποίηση, όπου μέχρι τώρα κατατασσόταν η συγκεκριμένη ανθολογία. Υπάρχουν όμως και ομοιότητες που αφορούν το περιεχόμενο των ποιημάτων. Η φιλανθρωπία, κεντρικό θέμα στην τεκτονική ποίηση, απαντά τόσο σε τραγούδια της στοάς Minerva, στην οποία ανήκε ο Δαούτης, όσο και στην ανθολογία του. Αντιθέτως, στη φαναριώτικη ποίηση η φιλανθρωπία δεν θεματοποιείται. Στα στιχουργήματα της ανθολογίας η φιλανθρωπία που συμβάλλει στο κοινό καλό, ορίζεται ως τεκμήριο πατριωτισμού και ευγένειας σε αντικατάσταση της καταγωγής, στην οποία στήριζαν την ευγένειά τους, και επομένως και την εξουσία τους, οι παραδοσιακές ηγετικές ομάδες, όπως οι Φαναριώτες. Με αυτόν τον συλλογισμό η συγγραφέας απορρίπτει την ένταξη της ανθολογίας του Δαούτη στη φαναριώτικη ποίηση και την τοποθετεί στην ποίηση της εκκολαπτόμενης αστικής τάξης, η οποία ήταν επηρεασμένη από τον τεκτονισμό. Η επίδραση του τεκτονισμού στην αλλαγή αντίληψης περί φιλανθρωπίας στην ελληνική κοινωνία τεκμηριώνεται και από άλλα παραδείγματα Ελλήνων τεκτόνων με φιλανθρωπική δράση, τα οποία αναφέρονται στη συνέχεια.
Γερμανικό τεκτονικό δίπλωμα (δεύτερο μισό του 18ου αιώνα)

Αμέσως μετά επιστρέφει στην αναζήτηση της τεκτονικής επίδρασης στην ανθολογία του Δαούτη, καθώς ένα από τα θέματα που θίγονται σε αυτή, η φιλία, σχετίζεται επίσης με τον τεκτονισμό. Προχωρεί σε μια σύγκριση του τρόπου με τον οποίο παρουσιάζεται η φιλία στη φαναριώτικη ποίηση και στην ανθολογία του Δαούτη, και εντοπίζει τις μεταξύ τους διαφορές, συνδέοντάς τες με τα εκάστοτε πολιτικά και ιδεολογικά συμφραζόμενα: Η φαναριώτικη αντιμετώπιση της φιλίας ως ουτοπικού ιδανικού απορρέει από την εμπειρία των ηγεμονικών αυλών και νομιμοποιεί ιδεολογικά την απολυταρχία, καθορίζοντας, παράλληλα, και την κοινωνική συμπεριφορά του αυλικού. Αντίθετα, στην ανθολογία του Δαούτη εξυμνείται η πιστή φιλία, η οποία χαρακτηρίζεται ως ιερή. Πρόκειται για τον κόσμο του λόγιου εμπόρου που αναζητά σταθερές αξίες, οι οποίες θα τον προστατέψουν από την αβεβαιότητα και τον ανταγωνισμό της αγοράς, και ταυτόχρονα για μια από τις πολλές αλλαγές που φέρνει ο Διαφωτισμός. Η έννοια της φιλίας, όπως παρουσιάζεται στην ανθολογία του Δαούτη, έχει δεχτεί επιδράσεις και από τον τεκτονισμό, για τον οποίο η φιλία αποτελεί προγραμματική αρχή που συνδέεται με την αδελφοσύνη των ανθρώπων και την ομόνοια, η οποία αποτελεί βασική επιδίωξη κάθε πατριώτη τέκτονα, όπως δείχνουν τα τραγούδια της στοάς Minerva Κλείνοντας το υποκεφάλαιο περί της αλλαγής των αντιλήψεων για τη φιλία υπό την επίδραση του τεκτονισμού η συγγραφέας αναφέρεται στη νέα συνήθεια της εποχής να αφιερώνονται τα βιβλία όχι σε επιφανείς προσωπικότητες αλλά σε φίλους και σημειώνει ότι τα πρώτα ελληνικά έντυπα με τέτοιες αφιερώσεις είναι γραμμένα από τέκτονες.
Το κεφάλαιο για τις επιδράσεις του τεκτονισμού στην ελληνική κοινωνία ολοκληρώνεται με το υποκεφάλαιο «Τεκτονισμός και Ελληνική Επανάσταση». Εδώ η συγγραφέας επανέρχεται σε ένα θέμα που έχει απασχολήσει την έρευνα και στο παρελθόν, δηλαδή στην πιθανή σύνδεση των επαναστατικών προσπαθειών των Ελλήνων κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με τον τεκτονισμό και υποστηρίζει ότι τώρα πια υπάρχουν στοιχεία που τεκμηριώνουν αυτή τη σχέση, ήδη από τον 18ο αιώνα. Παρουσιάζει, λοιπόν, στοιχεία για τη συμμετοχή συνεργατών του Ρήγα σε τεκτονικές στοές. Υποστηρίζει, επίσης, ότι οι Έλληνες τέκτονες που συμμετείχαν σε επαναστατικές εταιρείες, χρησιμοποίησαν τις γνώσεις τους σχετικά με τον μυστικό εταιρισμό κατά την οργάνωση και λειτουργία δικτύων για την προετοιμασία και τη διεξαγωγή της Ελληνικής Επανάστασης. Κάποτε, μάλιστα, προσπάθησαν να εκμεταλλευτούν και τα ίδια τα τεκτονικά δίκτυα, στα οποία ανήκαν, για την εξυπηρέτηση του σκοπού τους. Ως χαρακτηριστικό παράδειγμα αναφέρει τον Θεοχάρη Κεφαλά, ο οποίος το 1822 απέστειλε μια εγκύκλιο επιστολή προς τις γερμανικές στοές προτρέποντάς τες να υποστηρίξουν χρηματικά την Ελληνική Επανάσταση. Η μέχρι πρότινος άγνωστη αυτή επιστολή δημοσιεύεται στο Παράρτημα ΙΙΙ.
Το κυρίως μέρος του βιβλίου ολοκληρώνεται με ένα επίμετρο αφιερωμένο στον Αλέξανδρο Μουρούζη. Με βάση το διαθέσιμο υλικό η συγγραφέας προχωρεί στην ανασύνθεση της βιογραφίας του Φαναριώτη τέκτονα, ο οποίος, λανθασμένα όπως αποδεικνύει, ταυτίστηκε στο παρελθόν με άλλους, σημαντικούς Φαναριώτες και αποτέλεσε έναν από τους μύθους της ελληνικής ιστοριογραφίας, τον οποίον και ανασκευάζει.
Το βιβλίο όμως δεν τελειώνει εδώ. Ακολουθεί εκτενέστατο Παράρτημα με προσωπογραφικά λήμματα των Ελλήνων τεκτόνων, τους οποίους η συγγραφέας εντόπισε σε τεκτονικές στοές του γερμανόφωνου χώρου, ένας κατάλογος των τεκτονικών στοών του γερμανόφωνου χώρου, στις οποίες συμμετείχαν Έλληνες, και, τέλος, επιλεγμένες πηγές και εικονογραφικό υλικό. Όλα πολύ χρήσιμα εργαλεία τόσο για την καλύτερη κατανόηση του κειμένου όσο και για τη μελλοντική συνέχιση της έρευνας. Ακολουθεί ο εκτενής κατάλογος των πηγών και της βιβλιογραφίας και το βιβλίο ολοκληρώνεται με ένα –επίσης εκτενές– ευρετήριο προσώπων, πόλεων και στοών.
Αναμφίβολο το όφελος που προκύπτει από μια σύγχρονη επιστημονική προσέγγιση ενός θέματος, το οποίο άλλοτε αποτέλεσε ταμπού για την ελληνόγλωσση βιβλιοπαραγωγή και άλλοτε τροφοδότησε κάποιους από τους μύθους της ελληνικής ιστοριογραφίας. Στα θετικά του βιβλίου θα πρέπει να προσμετρηθεί και το γεγονός ότι δεν εξετάζει τον ελληνικό τεκτονισμό ανεξάρτητα αλλά ως οργανικό μέρος του αντίστοιχου ευρωπαϊκού, συνδέοντάς τον ταυτόχρονα και με τις λοιπές πολιτικές, κοινωνικές και πνευματικές εξελίξεις της εποχής τόσο στον ελληνικό όσο και στον ευρύτερο ευρωπαϊκό χώρο. Παραμένουν βεβαίως ανοιχτά ερωτήματα, εκ των οποίων κάποια έχουν ήδη επισημανθεί. Επιπροσθέτως, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι για να μπορέσουμε να κατανοήσουμε πλήρως το φαινόμενο θα πρέπει να διαθέτουμε και αντίστοιχες μελέτες για τη δράση Ελλήνων τεκτόνων σε άλλες περιοχές του ευρωπαϊκού χώρου κατά την ίδια χρονική περίοδο.
Η συγγραφέας κλείνει το κυρίως μέρος του κειμένου του βιβλίου της με την ακόλουθη θέση: «Η συστηματική, επιστημονική μελέτη του τεκτονισμού συνιστά βασική προϋπόθεση για να κατανοήσουμε καλύτερα, στις διαφοροποιητικές τους αποχρώσεις, τις κοινωνικές ανακατατάξεις και τις ιδεολογικές διαμάχες που βίωσε η Ελληνική κοινωνία κατά την εποχή του Διαφωτισμού» (σ. 136). Δεν μπορώ Παρά να συμφωνήσω, προσθέτοντας ταυτόχρονα ότι το βιβλίο της Ίλιας Χατζηπαναγιώτη- Sangmeister, πέρα από τις γνώσεις που μας παρέχει, δείχνει και τον δρόμο που θα πρέπει να ακολουθήσουν όσοι μελλοντικά καταπιαστούν με αυτό το ζήτημα.
ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΡΑΧΡΗΣΤΟΣ (μη-τέκτων)



Παρασκευή 17 Νοεμβρίου 2017

Ποιά είναι η θέση της Φιλελεύθερης και Αδογματικής Συμβολικής Στοάς «Κοινωνικός Κύκλος 0» στο Ελληνικό Ελευθεροτεκτονικό γίγνεσθαι;



Η δημιουργία ενός νέου Τεκτονικού χώρου είναι συχνά μια πρόκληση και πάντα είναι μιά ενέργεια με αβέβαιη έκβαση. Είναι μια πρόκληση επειδή απαιτείται η ομάδα των ατόμων που τον απαρτίζουν να αποδεχθεί και να συμμορφωθεί με τους περιορισμούς και τις υποχρεώσεις που θα καταστήσουν αυτόν τον νέο οργανισμό μια ζωντανή οντότητα. Να σημειωθεί δε ότι ήδη από το πρώιμο στάδιο σύλληψης της ιδέας και καθ’ όλη της ζωής του ένας Τεκτονικός σχηματισμός ζει μέσα στον άβολο και μερικές φορές δύσκολο, γάμο του ιδεαλισμού με τον ρεαλισμό. Ταυτόχρονα η αβέβαιη έκβαση του εγχειρήματος έγκειται στο γεγονός ότι οι αδελφοί και οι αδελφές έρχονται και φεύγουν, διαπροσωπικές σχέσεις αναπτύσσονται ή χαλούν, απρόσμενες δυσκολίες προκύπτουν, κάποιες φορές ο αρχικός ενθουσιασμός μερικών μπορεί να μετατραπεί σε απογοήτευση είτε σε απομυθοποίηση του αρχικού οράματος, και σε τελική ανάλυση, διότι η επιβίωση μίας Τεκτονικής οργάνωσης βασίζεται στη συνεχή καλή θέληση και αφοσίωση των μελλοντικών γενεών. Το αρχικό όραμα των ιδρυτών του νέου αυτού Τεκτονικού εγχειρήματος θα πρέπει να συνεχίζει να είναι πηγή έμπνευσης και στα επόμενα χρόνια. Η αρχική έμπνευση και ο ενθουσιασμός θα πρέπει να συνεχίζουν να υφίστανται και στο μέλλον βοηθώντας να ξεπερνιούνται οι όποιες αμφιβολίες, αδυναμίες και αντιξοότητες; Υπό αυτές τις συνθήκες η Στοά «Κοινωνικός Κύκλος 0» είναι ένας μάλλον τυπικός Τεκτονικός χώρος.




Παρόλα αυτά, αναγνωρίζουμε ότι το Τεκτονικό μας εγχείρημα έχει να ανταπεξέλθει τις ιδιαίτερες δικές του προκλήσεις. Παρά το γεγονός ότι ο Φιλελεύθερος Ελευθεροτεκτονισμός γεννήθηκε στα μέσα του 18ου αιώνα στην Ηπειρωτική Ευρώπη και ως Αδογματικός λειτουργεί από το 1877, εδώ και πάνω από 135 χρόνια, επίσημα και απρόσκοπτα σε ολόκληρο τον κόσμο, δεν χωράει αμφιβολία ότι θα είναι αρκετοί αυτοί, που θα δούν ως προκλητική ενέργεια την εμφάνιση μίας Φιλελεύθερης και κυρίως Αδογματικής Ελληνικής Τεκτονικής Στοάς. Ιδιαίτερα δε όταν αυτή Εργάζεται με ένα νεοεμφανιζόμενο Τεκτονικό τυπικό! Πάντα το «ξένο» και το «διαφορετικό» προξενούν αντιδράσεις και ορισμένες φορές, αδίκως, θεωρούνται απειλή. Γνωρίζουμε καλά, ότι ο «Κοινωνικός Κύκλος 0» θα έχει να  αντιμετωπίσει την αδιαφορία, την προκατάληψη, ίσως ακόμα και την εχθρότητα. Η αλήθεια είναι ότι πράγματι υπάρχει το στοιχείο της πρόκλησης στο Έργο μας, αλλά μόνο με την έννοια ότι προτείνουμε μια ερμηνεία του Ελευθεροτεκτονισμού η οποία είναι  διαφορετική από αυτήν που – σε γενικές γραμμές - είναι κατανοητή στην Ελλάδα, τόσο εντός όσο και εκτός του Τεκτονικού κόσμου. Ο βασικός ισχυρισμός των επικριτών μας θα είναι  απλά ... ότι δεν είμαστε Τέκτονες, ή στη καλύτερη περίπτωση ότι είμαστε «αιρετικοί» και «μη κανονικοί» Τέκτονες.
                                                                       
Η Συμβολική Στοά «Κοινωνικός Κύκλος 0» ανήκει και είναι φορέας μίας μακριάς Τεκτονικής Παράδοσης η οποία, ενώ συμμερίζεται αρκετές κοινές βασικές Αρχές και Αξίες με τον, όπως θέλουν ορισμένοι να τον αποκαλούν, «Κανονικό» Ελευθεροτεκτονισμό, από την άλλη πλευρά διαφωνεί μαζί του σε μια σειρά από πολύ σημαντικά σημεία. Θεωρούμε θεμελιώδη την ιδέα του Ανθρώπου ως τελειοποιήσιμου, αυτόνομου, αλλά και ταυτόχρονα κοινωνικού πλάσματος, ικανού να ζει μια απόλυτα ηθική και δημιουργική ζωή, χωρίς να είναι απαραίτητη η θρησκευτική επιρροή για να το πετύχει. Πεποίθησή μας είναι ότι για την εισδοχή στον Ελευθεροτετονισμό δεν είναι προαπαιτούμενο η πίστη σε ένα Υπέρτατο Ον, και ότι τόσο οι πιστεύοντες όσο και οι μη πιστεύοντες στην ύπαρξη του Θεού έχουν τη θέση τους μέσα σε μία Τεκτονική Στοά! Απόλυτη θέση μας είναι ότι το φύλο δεν μπορεί να καθορίζει την ένταξη στον Τεκτονισμ και ότι οι γυναίκες πρέπει να γίνονται δεκτές στις Στοές, ισότιμα με τους άνδρες! Πιστεύουμε επίσης ότι η ολοκλήρωση και η ευτυχία κάθε ενός Ανθρώπου μπορεί να επιτευχθεί μόνο εντός μίας δημοκρατικής και δίκαιης κοινωνίας χτισμένης επάνω σε στέρεα, ανθρωπιστικά θεμέλια, και επίσης ότι μια υγιής κοινωνία μπορεί να αναπτυχθεί μόνο από υπεύθυνους πολίτες ικανούς και άξιους να χαρακτηριστούν «ανεξάρτητοι στοχαστές». Μέσα από αυτό το οπτικό πρίσμα, δεν βλέπουμε μεγάλη διαφορά μεταξύ του να Εργαζόμαστε για την βελτίωση του εαυτού μας και του να προσπαθούμε να συνειδητοποιήσουμε και να κατανοήσουμε  τα προβλήματα της κοινωνίας που μας περιβάλλει. Θεωρούμε ότι αυτές οι Εργασίες είναι άρρηκτα συνδεδεμένες μεταξύ τους και αποτελούν τις δύο πλευρές του ίδιου νομίσματος.

Στο «Κοινωνικό Κύκλο 0» συνδέουμε απόλυτα τον Τεκτονισμό με την επίτευξη ενός διπλού στόχου: Την βελτίωση τόσο του Ανθρώπου όσο και της κοινωνίας! Τα Τεκτονικά σύμβολα και το τελετουργικό παίζουν σημαντικότατο ρόλο και καθοδηγούν το όλο εγχείρημα. Το Έργο των Ελευθεροτεκτόνων έγκειται, όχι μόνο εκτός αλλά και εντός των Στοών, στην άμεση εμπλοκή και συζήτηση όλων των θεμάτων που άπτονται των Ανθρωπιστικών Αξιών. Εάν μάλιστα θεωρηθεί απαραίτητο, το Έργο - πέρα από τη συζήτηση - ολοκληρώνεται και με δράση στη θύραθεν κοινωνία. Ο Ελευθεροτεκτονισμός, όπως τον αντιλαμβανόμαστε, στοχεύει στην εξέταση και αντιμετώπιση πρακτικών κοινωνικών ζητημάτων, επειδή αυτά είναι τα πλέον απτά υλικά της Εργασίας μας. Ως συμπέρασμα όλων όσων προαναφέρθηκαν αποδίδουμε στον Ελευθεροτεκτονισμό τον παρακάτω ορισμό:
Ο Ελευθεροτεκτονισμός είναι ένα αφ' εαυτού προερχόμενο, παγκόσμιο, κοσμικό-φιλοσοφικό, προοδευτικό και φιλ-Ανθρωπικό κίνημα, το οποίο ως μοναδικό τελικό στόχο έχει την ΕΥΤΥΧΙΑ ΟΛΟΚΛΗΡΗΣ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΤΗΤΑΣ.
Έχει ως αρχές την Αρετή, την αμοιβαία Ανοχή, την απόλυτη Ελευθερία της Συνείδησης και το σεβασμό προς την Ανθρώπινη αξία και τα Ανθρώπινα Δικαιώματα.

Ως κοσμικό κίνημα και θεωρώντας ότι οι μεταφυσικές αντιλήψεις κάθε ανθρώπου ανήκουν αποκλειστικά στη σφαίρα της ατομικής του Ελευθερίας, αρνείται να τοποθετηθεί επ’ αυτών και απορρίπτει κάθε δογματική θέση.
Προς επίτευξη του στόχου του, ο Ελευθεροτεκτονισμός αναζητά την Αλήθεια και Εργάζεται επιδιώκοντας την Ηθική, Πνευματική και υλική βελτίωση ΟΛΩΝ των Ανθρώπων.
Έμβλημά του είναι το:
«ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ – ΙΣΟΤΗΤΑ – ΑΔΕΛΦΟΣΥΝΗ»

Θα πρέπει όμως να ομολογήσουμε ότι η συντριπτική πλειοψηφία των Ελευθεροτεκτόνων στην Ελλάδα, αλλά και στον υπόλοιπο κόσμο, δεν συμμερίζεται αυτό το όραμα  και δεν προσδίδει στον Ελευθεροτεκτονισμό αυτή την κοινωνική και πολιτική διάσταση.
Ωστόσο, αυτή η αμφισβήτηση - και γιατί να το κρύψουμε;- η διαμάχη,  δεν είναι καινοφανής. Η πρώτη Μεγάλη Στοά, η οποία ιδρύθηκε στο Λονδίνο το 1717, υπό το πνεύμα του Διαφωτισμού, προσπάθησε να ενώσει τους Ανθρώπους σε μία Αδελφότητα, ανεξάρτητα εάν ήταν καθολικοί ή προτεστάντες. Η κίνηση αυτή επισφραγίστηκε από την φράση των Συνταγμάτων του Anderson «...στην θρησκεία που όλοι οι Άνθρωποι συμφωνούν...» με την οποία γινόταν ξεκάθαρο ότι θα έπρεπε να παραμεριστούν οι θρησκευτικές διαφορές που φανατίζουν και χωρίζουν τους Ανθρώπους. Η φράση αυτή μέσα στο δικό της ιστορικό πλαίσιο, ήταν μια τολμηρή πολιτική δήλωση. Το 1737 όταν ο A. Ramsey στην περίφημη ομιλία του, στην Μεγάλη Στοά της Γαλλίας, είπε:
…«Οι άνθρωποι ουσιαστικά δεν διακρίνονται από τις γλώσσες που μιλούν, τα ρούχα που φορούν, τη γη που κατοικούν, ή από τα αξιώματα από τα οποία περιβάλλονται. Ολόκληρος ο κόσμος δεν είναι τίποτε άλλο παρά μία τεράστια δημοκρατία, στην οποία κάθε έθνος είναι μία οικογένεια και το κάθε άτομο ένα παιδί της.
Η Εταιρία μας (Ελευθεροτεκτονισμός), από τη γέννησή της, εγκαθιδρύθηκε για να αναβιώσει και να διαδώσει αυτά τα κεφαλαιώδη αξιώματα, τα οποία πηγάζουν από τη φύση του ανθρώπου»…
έκανε μία επική πολιτική τοποθέτηση. Ίσως και να μην είναι τυχαίο το γεγονός ότι λίγους μονο μήνες μετά την εκτύπωση και κυκλοφορία της ομιλίας του εκδόθηκε η πρώτη παπική βούλα («In eminenti») η οποία καταδικάζει τον Ελευθεροτεκτονισμό. Όταν το 1774 η Μεγάλη Ανατολή της Γαλλίας αναγνώρισε επίσημα τον Τύπο Υιοθεσίας και κατά συνέπεια την Τεκτονική ιδιότητα των γυναικών, έκανε ένα γενναίο βήμα μπροστά, προς την φιλελευθεροποίηση του θεσμού. Και υπάρχουν ακόμα πάμπολλα παραδείγματα επί του θέματος. Ωστόσο, πολύ γρήγορα αυτές οι κινήσεις προσέλκυσαν την κριτική και τον χλευασμό των συντηρητικών Τεκτονικών κύκλων οι οποίοι θέλησαν να διατηρήσουν μία πιό παραδοσιακή, ή πιό «καθαρή» - κατά τα λεγόμενά τους -  μορφή του Ελευθεροτεκτονισμού. Ενός Τεκτονισμού ναι μεν αγαθοεργού, αλλά στην πραγματικότητα αποστασιοποιημένου από την κοινωνία, με έμφαση στη θρησκευτική πίστη και με αυστηρή και συνάμα στείρα, τήρηση των «αρχαίων Τεκτονικών καθηκόντων».
Το ερώτημα τι είναι και τι δεν είναι Ελευθεροτεκτονισμός, παραμένει επίμαχο ακόμα και σήμερα, στην αυγή του 21ου αιώνα. Όπως είναι επιθυμητό σε όλες τις διενέξεις, η αναζήτηση συμβιβασμού και συναίνεσης είναι πάντα αξιέπαινη. Ωστόσο, ο Τεκτονισμός μας διδάσκει να μη θεωρούμε την ομοφωνία ως την μόνη αποδεκτή έκβαση μίας διαφωνίας. Πρέπει όχι μόνο να αποδεχόμαστε, αλλά και να καλωσορίζουμε την διαφωνία, επιδιώκοντας να κατανοήσουμε την θέση  όποιου έχει διαφορετική άποψη από την δική μας και συγχρόνως να τον σεβόμαστε για αυτό. Διότι πιστεύουμε ότι, εντέλει, πάντα υπάρχει μία μεγαλύτερη αλήθεια η οποία υπερβαίνει όλες τις διαμάχες.
Η ίδρυση της Στοάς «Κοινωνικός Κύκλος 0» υπαγορεύτηκε, όχι από ανταγωνιστικά κίνητρα προς τις άλλες Ελληνικές Τεκτονικές Δυνάμεις, ή από ταπεινά κίνητρα προβολής των ιδρυτών του –οι οποίοι για τον λόγο αυτό μένουν άγνωστοι- αλλά από την πεποίθηση ότι μπορούμε να προτείνουμε μια νέα για τα Ελληνικά δεδομένα ανάγνωση του Θεσμού και να βρούμε ενθουσιώδεις συνοδοιπόρους, άνδρες και γυναίκες, Τέκτονες και αμυήτους, που επιθυμούν να βαδίσουν μαζί μας στον δρόμο του Φιλελεύρερου και Αδογματικού Ελευθεροτεκτονισμού. Όταν όλα τα πράγματα έχουν ήδη ειπωθεί, ή θεωρείται ότι έχουν γίνει, η αποστολή ενός Φιλελεύθερου και Αδογματικού Τεκτονικού χώρου και στην προκειμένη περίπτωση της Συμβολικής Στοάς «Κοινωνικός Κύκλος 0», παραμένει πάντοτε απλή: Να παρέχει έναν προστατευμένο χώρο, όπου οι Άνθρωποι ανεξαρτήτως φύλου, φυλής, θρησκευτικών φρονημάτων, καταγωγής ή τάξεως, ή άλλων ιδιαιτεροτήτων, να μπορούν να συνευρίσκονται και μέσω των Ελευθεροτεκτονικών τυπικών, του στοχασμού επί των Συμβόλων, της συζήτησης και της ανταλλαγής απόψεων, να κατανοούν καλύτερα την κοινή Ανθρώπινη φύση τους,

προς Δόξα του Παγκόσμιου Τεκτονισμού, των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου
και την Πρόοδο της Ανθρωπότητας!




Ν. Καλλιπολίτης [Διδ. - Μέλος της Σ.Σ. "Κοινωνικός Κύκλος 0"]