Το επόμενο κεφάλαιο φέρει
τον τίτλο «Ελληνικός τεκτονισμός και αντίδρασης τη Γαλλική Επανάσταση». Εδώ η
συγγραφέας επικεντρώνεται στην προσπάθεια ερμηνείας της διακοπής μυήσεων στη
Βιέννη, και γενικότερα στην Αψβουργική Μοναρχία, εξέλιξη την οποία συνδέει
αφενός με την αντίδραση στη Γαλλική Επανάσταση και τη σκλήρυνση
του αντιδιαφωτιστικού μετώπου, αφετέρου με τη συνακόλουθη αναστολή φιλελεύθερων
μεταρρυθμίσεων που είχαν εφαρμοστεί το προηγούμενο διάστημα. Εντός αυτού του
κλίματος ο τεκτονισμός συμφύρεται στον Συντηρητικό λόγο (discours) με τον
Διαφωτισμό, τον Ιακωβινισμό και το Κίνημα των Πεφωτισμένων (Illuminaten). Σε
αυτή την προσπάθεια πήραν μέρος και ελληνικά έντυπα που εκδίδονταν στη Βιέννη,
όπως η Εφημερίς των Μαρκιδών Πούλιου, όπου δημοσιεύονται ανάλογα κείμενα, αλλά
και Έλληνες λόγιοι που διέμεναν στην Αψβουργική πρωτεύουσα, όπως ο Πολυζώης Κοντός
με το έργο του Νεκρικοί διάλογοι. Ανάλογες θέσεις κατά του τεκτονισμού και του
Διαφωτισμού εκφράζονταν την ίδια περίοδο και από Έλληνες λόγιους που ζούσαν
στον χώρο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Επομένως, η διακοπή των μυήσεων Ελλήνων
σε τεκτονικές στοές της Αψβουργικής Μοναρχίας ερμηνεύεται ως αποτέλεσμα του
ανελεύθερου αυτού κλίματος που επικράτησε κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του
1790 στους χώρους υποδοχής Ελλήνων μεταναστών από την Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Έτσι, τουλάχιστον, εξηγείται εν μέρει η μύηση σε στοές της Λιψίας Ελλήνων που
ήταν εγκατεστημένοι στη Βιέννη. Βεβαίως, όπως εύστοχα επισημαίνεται, σε αυτόν
τον παράγοντα θα πρέπει να προστεθεί η μεγάλη σημασία της Λιψίας για το
ελληνικό εμπόριο αλλά και η έλξη που ασκούσε η συγκεκριμένη πόλη στους λόγιους
και τους φοιτητές.
Έχοντας ολοκληρώσει την
ανάλυση της χρονικής και χωρικής διασποράς του φαινομένου, η συγγραφέας
αφιερώνει το επόμενο κεφάλαιο στη διερεύνηση των κινήτρων που ωθούσαν τα μέλη
των ελληνικών παροικιών του γερμανόφωνου χώρου να ενταχθούν σε τεκτονικές στοές.
Για τους Έλληνες αστούς, όπως άλλωστε και για τους άλλους Ευρωπαίους ομοτέχνους
τους, η συμμετοχή σε κάποια στοά συνιστούσε μια προσπάθεια εξόδου από τον ιδιωτικό
χώρο, στον οποίο τους είχε πε
ριορίσει
το Παλαιό Καθεστώς. Μάλιστα, όπως εύστοχα παρατηρεί η συγγραφέας, η προσπάθεια
αυτή συμπίπτει χρονικά με την προσπάθεια διαμόρφωσης μιας δημόσιας σφαίρας στον
χώρο των παροικιών, όπως φανερώνει και το χαρακτηριστικό παράδειγμα της έκδοσης
ελληνόφωνων εφημερίδων. Προς αυτή την κατεύθυνση θα βοηθούσε ίσως ακόμα
περισσότερο η έρευνα της υιοθέτησης αστικών προτύπων κοινωνικότητας γενικότερα
από τους Έλληνες της διασποράς, πέρα από τη συμμετοχή τους σε τεκτονικές στοές,
έρευνα που θα μας έδινε και μια συνολικότερη εικόνα της δράσης των Ελλήνων
τεκτόνων. Τόσο το συγκεκριμένο κεφάλαιο όσο και τα προσωπογραφικά λήμματα στο
Παράρτημα Ι αποτελούν σημαντικές συμβολές προς αυτή την κατεύθυνση. Το επόμενο
βήμα, στον βαθμό βεβαίως που κάτι τέτοιο θα υποστηριζόταν από τις διαθέσιμες
πηγές, θα μπορούσε να είναι παραδειγματικές μικροϊστορικές μελέτες για
συγκεκριμένα άτομα, η πορεία της ζωής των οποίων θα μπορούσε να ανασυντεθεί με
όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ακρίβεια. Για τους Έλληνες αστούς της διασποράς η
είσοδος σε μια τεκτονική στοά αποτελούσε και ένα μέσο διείσδυσης στο κυρίαρχο
περιβάλλον υποδοχής
αποφεύγοντας την παροικιακή απομόνωση, επιχειρούσαν να ενσωματωθούν πολιτισμικά
στο περιβάλλον υποδοχής, μια και ο τεκτονισμός στους κύκλους της ευρωπαϊκής
αστικής τάξης του τέλους του 18ου αιώνα αποτελούσε μόδα. Ακολουθώντας, επομένως,
τις μοντέρνες μορφές κοινωνικότητας, προσέβλεπαν στην κοινωνική τους καταξίωση.
Όμως η συγγραφέας δεν
περιορίζει τις στρατηγικές των Ελλήνων τεκτόνων στο επίπεδο της κοινωνικής
ενσωμάτωσης. Όπως αποδεικνύει μέσα από την εύστοχη χρήση σχετικών
παραδειγμάτων, μέσω της ένταξής τους σε στοές οι Έλληνες πάροικοι επιχειρούσαν
τη συγκρότηση δικτύων που θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν και για την εξυπηρέτηση
των επαγγελματικών τους αναγκών. Ιδιαίτερο
ενδιαφέρον
αποκτά, λοιπόν, το γεγονός ότι κάποτε αυτή η προσπάθεια δεν γινόταν σε ατομικό
επίπεδο μεμονωμένων εμπόρων αλλά ομαδικά σε επίπεδο εμπορικών δικτύων, τα μέλη
των οποίων, μέσω της ένταξής τους σε μια στοά, επιχειρούσαν να εκμεταλλευτούν
τα επικοινωνιακά δίκτυα του τεκτονισμού. Ιδιαιτέρως διαφωτιστική ως προς αυτό
είναι η ανάλυση της περίπτωσης των Αμπελακιωτών, οι οποίοι, όντας μέλη του
ίδιου εμπορικού δικτύου, εντάχθηκαν στη στοά Balduin της Λιψίας. Ειδικά για τη
συγκεκριμένη περίπτωση έχει ενδιαφέρον η παρατήρηση της Ίλιας Χατζηπαναγιώτη-Sangmeister
ότι, πέραν των υπόλοιπων κινήτρων, οι Αμπελακιώτες ήταν και πολιτισμικά
εξοικειωμένοι με την τήρηση μυστικών, καθώς έπρεπε να φυλάσσουν το
επαγγελματικό μυστικό της βαφής των νημάτων, γεγονός που έκανε πιο οικεία την
ιδέα της συμμετοχής τους σε μια μυστική εταιρεία. Σε κάθε περίπτωση πάντως, η
ανάλυση του συγκεκριμένου παραδείγματος αποδεικνύει πόσο γόνιμη μπορεί να είναι
μια μικροϊστορική προσέγγιση, η οποία φανερώνει και την τοπική διάσταση των
δικτύων, επιτρέποντάς μας, έτσι, να ερμηνεύσουμε καλύτερα τη μεγάλη συγκέντρωση
τεκτόνων εντός μιας ομάδας μεταναστών με καταγωγή από έναν συγκεκριμένο τόπο.
Πιστεύουμε, μάλιστα, ότι αυτό το εγχείρημα καλό θα ήταν να εφαρμοστεί και για άλλους
τόπους καταγωγής εμπόρων, για τους οποίους –από τα στοιχεία που παρουσιάζονται–
προκύπτει αυξημένη συμμετοχή σε τεκτονικές στοές, όπως π.χ. στη Ραψάνη.
Στο επόμενο, και τελευταίο
από τα Πέντε κεφάλαια του κυρίως μέρους του βιβλίου, το κέντρο βάρους μετατοπίζεται
από την κεντρική Ευρώπη στον ελλαδικό χώρο, καθώς σε αυτό εξετάζονται οι «Επιδράσεις
του τεκτονισμού στην ελληνική κοινωνία». Παρατίθενται εν συντομία πληροφορίες σχετικά
με την ίδρυση τεκτονικής στοάς από Έλληνες στα Αμπελάκια, η οποία είχε ιδρυθεί
από τον Ιωάννη Παπαθεοδώρου, μέλος της στοάς Balduin της
Λιψίας, και λειτουργούσε το 1803. Πρόκειται για την πρώτη στοά που φαίνεται ότι
ιδρύθηκε στον ελληνόφωνο χώρο από ελληνική πρωτοβουλία. Σημειώνεται, επίσης, ότι
αυτή η στοά είναι σημαντική, γιατί, εκτός των άλλων, αποτελούσε μια ακόμα εστία
μυστικού εταιρισμού, που βρίσκεται χρονικά κοντά στη σύλληψη του Ρήγα, και
μάλιστα σε ένα χώρο που συνδεόταν τόσο με αυτόν όσο και με άλλες σημαντικές
μορφές του Νεοελληνικού Διαφωτισμού.
Συνεχίζοντας τη διερεύνηση
των επιδράσεων του τεκτονισμού στον ελληνικό χώρο εξετάζει τη δραστηριότητα των
εμπορικών συντροφιών αναζητώντας σε αυτή επιδράσεις του τεκτονισμού. Το
παράδειγμά της είναι και πάλι τα Αμπελάκια και η έννοια που αναζητά η
φιλανθρωπία, πρακτική πολύ σημαντική στον χώρο των τεκτόνων. Συγκρίνει τα
καταστατικά των συντροφιών του 1780 και του 1805, επιχειρώντας να εντοπίσει τις
αλλαγές που είχαν συντελεστεί. Από την έρευνα αυτή προκύπτει ότι στο
Καταστατικό του 1805 η έννοια της φιλανθρωπίας θεσμοθετείται ως δέουσα
κοινωνική συμπεριφορά που συμβάλλει στο κοινό καλό και όχι ως χριστιανικό
καθήκον, αλλαγή που η συγγραφέας αποδίδει στην τεκτονική εμπειρία των
Αμπελακιωτών εμπόρων.
Αναζητώντας περαιτέρω
επιδράσεις της τεκτονικής εμπειρίας στην εκκοσμίκευση των απόψεων περί
φιλανθρωπίας στρέφει το ενδιαφέρον της στην ανάλυση της ποιητικής ανθολογίας
του Ζήση Δαούτη, τέκτονα εμπόρου από τον Τύρναβο, ο οποίος δραστηριοποιήθηκε
στη Βιέννη, όπου και εξέδωσε την ανθολογία του, το 1818. Στα ποιήματα της
συλλογής ανιχνεύονται επιδράσεις στη μορφή του στίχου από τεκτονικά τραγούδια
που λέγονταν στις στοές κατά τη διάρκεια των συναθροίσεων. Επισημαίνεται ότι τα
στοιχεία αυτά είναι αρκετά ενδιαφέροντα και για την περεταίρω ανάλυση της
συλλογής, αφού δεν απαντούν στη φαναριώτικη ποίηση, όπου μέχρι τώρα
κατατασσόταν η συγκεκριμένη ανθολογία. Υπάρχουν όμως και ομοιότητες
που αφορούν το περιεχόμενο των ποιημάτων. Η φιλανθρωπία, κεντρικό θέμα στην
τεκτονική ποίηση, απαντά τόσο σε τραγούδια της στοάς Minerva, στην οποία ανήκε
ο Δαούτης, όσο και στην ανθολογία του. Αντιθέτως, στη φαναριώτικη ποίηση η φιλανθρωπία
δεν θεματοποιείται. Στα στιχουργήματα της ανθολογίας η φιλανθρωπία που
συμβάλλει στο κοινό καλό, ορίζεται ως τεκμήριο πατριωτισμού και ευγένειας σε αντικατάσταση
της καταγωγής, στην οποία στήριζαν την ευγένειά τους, και επομένως και την
εξουσία τους, οι παραδοσιακές ηγετικές ομάδες, όπως οι Φαναριώτες. Με αυτόν τον
συλλογισμό η συγγραφέας απορρίπτει την ένταξη της ανθολογίας του Δαούτη στη
φαναριώτικη ποίηση και την τοποθετεί στην ποίηση της εκκολαπτόμενης αστικής
τάξης, η οποία ήταν επηρεασμένη από τον τεκτονισμό. Η επίδραση του τεκτονισμού
στην αλλαγή αντίληψης περί φιλανθρωπίας στην ελληνική κοινωνία τεκμηριώνεται
και από άλλα παραδείγματα Ελλήνων τεκτόνων με φιλανθρωπική δράση, τα οποία
αναφέρονται στη συνέχεια.
|
Γερμανικό τεκτονικό δίπλωμα (δεύτερο μισό του 18ου αιώνα) |
Αμέσως μετά επιστρέφει
στην αναζήτηση της τεκτονικής επίδρασης στην ανθολογία του Δαούτη, καθώς ένα
από τα θέματα που θίγονται σε αυτή, η φιλία, σχετίζεται επίσης με τον
τεκτονισμό. Προχωρεί σε μια σύγκριση του τρόπου με τον οποίο παρουσιάζεται η
φιλία στη φαναριώτικη ποίηση και στην ανθολογία του Δαούτη, και εντοπίζει τις
μεταξύ τους διαφορές, συνδέοντάς τες με τα εκάστοτε πολιτικά και ιδεολογικά
συμφραζόμενα: Η φαναριώτικη αντιμετώπιση της φιλίας ως ουτοπικού ιδανικού
απορρέει από την εμπειρία των ηγεμονικών αυλών και νομιμοποιεί ιδεολογικά την
απολυταρχία, καθορίζοντας, παράλληλα, και την κοινωνική συμπεριφορά του
αυλικού. Αντίθετα, στην ανθολογία του Δαούτη εξυμνείται η πιστή φιλία, η οποία
χαρακτηρίζεται ως ιερή. Πρόκειται για τον κόσμο του λόγιου εμπόρου που αναζητά
σταθερές αξίες, οι οποίες θα τον προστατέψουν από την
αβεβαιότητα και τον ανταγωνισμό της αγοράς, και ταυτόχρονα για μια από τις
πολλές αλλαγές που φέρνει ο Διαφωτισμός. Η έννοια της φιλίας, όπως
παρουσιάζεται στην ανθολογία του Δαούτη, έχει δεχτεί επιδράσεις και από τον
τεκτονισμό, για τον οποίο η φιλία αποτελεί προγραμματική αρχή που συνδέεται με
την αδελφοσύνη των ανθρώπων και την ομόνοια, η οποία αποτελεί βασική επιδίωξη
κάθε πατριώτη τέκτονα, όπως δείχνουν τα τραγούδια της στοάς Minerva Κλείνοντας
το υποκεφάλαιο περί
της αλλαγής των αντιλήψεων για τη φιλία υπό την επίδραση του
τεκτονισμού η συγγραφέας αναφέρεται στη νέα συνήθεια της εποχής να αφιερώνονται
τα βιβλία όχι σε επιφανείς προσωπικότητες αλλά σε φίλους και σημειώνει ότι τα
πρώτα ελληνικά έντυπα με τέτοιες αφιερώσεις είναι γραμμένα από τέκτονες.
Το κεφάλαιο για τις
επιδράσεις του τεκτονισμού στην ελληνική κοινωνία ολοκληρώνεται με το
υποκεφάλαιο «Τεκτονισμός και Ελληνική Επανάσταση». Εδώ η συγγραφέας επανέρχεται
σε ένα θέμα που έχει απασχολήσει την έρευνα και στο παρελθόν, δηλαδή στην
πιθανή σύνδεση των επαναστατικών προσπαθειών των Ελλήνων κατά της Οθωμανικής
Αυτοκρατορίας με τον τεκτονισμό και υποστηρίζει ότι τώρα πια υπάρχουν στοιχεία
που τεκμηριώνουν αυτή τη σχέση, ήδη από τον 18ο αιώνα. Παρουσιάζει,
λοιπόν, στοιχεία για τη συμμετοχή συνεργατών του Ρήγα σε τεκτονικές στοές.
Υποστηρίζει, επίσης, ότι οι Έλληνες τέκτονες που συμμετείχαν σε επαναστατικές
εταιρείες, χρησιμοποίησαν τις γνώσεις τους σχετικά με τον μυστικό εταιρισμό κατά
την οργάνωση και λειτουργία δικτύων για την προετοιμασία και τη διεξαγωγή της
Ελληνικής Επανάστασης. Κάποτε, μάλιστα, προσπάθησαν να εκμεταλλευτούν και τα
ίδια τα τεκτονικά δίκτυα, στα οποία ανήκαν, για την εξυπηρέτηση του σκοπού
τους. Ως χαρακτηριστικό παράδειγμα αναφέρει τον Θεοχάρη Κεφαλά, ο οποίος το
1822 απέστειλε μια εγκύκλιο επιστολή προς τις γερμανικές στοές προτρέποντάς τες
να υποστηρίξουν χρηματικά την Ελληνική Επανάσταση. Η μέχρι πρότινος άγνωστη
αυτή επιστολή δημοσιεύεται στο Παράρτημα ΙΙΙ.
Το κυρίως μέρος του
βιβλίου ολοκληρώνεται με ένα επίμετρο αφιερωμένο στον Αλέξανδρο Μουρούζη. Με
βάση το διαθέσιμο υλικό η συγγραφέας προχωρεί στην ανασύνθεση της βιογραφίας
του Φαναριώτη τέκτονα, ο οποίος, λανθασμένα όπως αποδεικνύει, ταυτίστηκε στο
παρελθόν με άλλους, σημαντικούς Φαναριώτες και αποτέλεσε έναν από τους μύθους
της ελληνικής ιστοριογραφίας, τον οποίον και ανασκευάζει.
Το βιβλίο όμως δεν
τελειώνει εδώ. Ακολουθεί εκτενέστατο Παράρτημα με προσωπογραφικά λήμματα των
Ελλήνων τεκτόνων, τους οποίους η συγγραφέας εντόπισε σε τεκτονικές στοές του
γερμανόφωνου χώρου, ένας κατάλογος των τεκτονικών στοών του γερμανόφωνου χώρου,
στις οποίες συμμετείχαν Έλληνες, και, τέλος, επιλεγμένες πηγές και
εικονογραφικό υλικό. Όλα πολύ χρήσιμα εργαλεία τόσο για την
καλύτερη κατανόηση του κειμένου όσο και για τη μελλοντική συνέχιση της έρευνας.
Ακολουθεί ο εκτενής κατάλογος των πηγών και της βιβλιογραφίας και το βιβλίο ολοκληρώνεται
με ένα –επίσης εκτενές– ευρετήριο προσώπων, πόλεων και στοών.
Αναμφίβολο το όφελος που
προκύπτει από μια σύγχρονη επιστημονική προσέγγιση ενός θέματος, το οποίο
άλλοτε αποτέλεσε ταμπού για την ελληνόγλωσση βιβλιοπαραγωγή και άλλοτε
τροφοδότησε κάποιους από τους μύθους της ελληνικής ιστοριογραφίας. Στα θετικά
του βιβλίου θα πρέπει να προσμετρηθεί και το γεγονός ότι δεν εξετάζει τον
ελληνικό τεκτονισμό ανεξάρτητα αλλά ως οργανικό μέρος του αντίστοιχου ευρωπαϊκού,
συνδέοντάς τον ταυτόχρονα και με τις λοιπές πολιτικές, κοινωνικές και
πνευματικές εξελίξεις της εποχής τόσο στον ελληνικό όσο και στον ευρύτερο
ευρωπαϊκό χώρο. Παραμένουν βεβαίως ανοιχτά ερωτήματα, εκ των οποίων κάποια
έχουν ήδη επισημανθεί. Επιπροσθέτως, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι για να
μπορέσουμε να κατανοήσουμε πλήρως το φαινόμενο θα πρέπει να διαθέτουμε και
αντίστοιχες μελέτες για τη δράση Ελλήνων τεκτόνων σε άλλες περιοχές του
ευρωπαϊκού χώρου κατά την ίδια χρονική περίοδο.
Η συγγραφέας κλείνει το
κυρίως μέρος του κειμένου του βιβλίου της με την ακόλουθη θέση: «Η συστηματική,
επιστημονική μελέτη του τεκτονισμού συνιστά βασική προϋπόθεση για να
κατανοήσουμε καλύτερα, στις διαφοροποιητικές τους αποχρώσεις, τις κοινωνικές
ανακατατάξεις και τις ιδεολογικές διαμάχες που βίωσε η Ελληνική κοινωνία κατά
την εποχή του Διαφωτισμού» (σ. 136). Δεν μπορώ Παρά να συμφωνήσω, προσθέτοντας
ταυτόχρονα ότι το βιβλίο της Ίλιας Χατζηπαναγιώτη- Sangmeister, πέρα από τις
γνώσεις που μας παρέχει, δείχνει και τον δρόμο που θα πρέπει να ακολουθήσουν
όσοι μελλοντικά καταπιαστούν με αυτό το ζήτημα.
ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΡΑΧΡΗΣΤΟΣ (μη-τέκτων)