Παρασκευή 27 Απριλίου 2018

Η Ανοχή ως Αρετή




Με τον όρο Ανοχή εννοούμε ότι ο καθένας να είναι ελεύθερος να ασπάζεται τις δικές του πεποιθήσεις. Δέχεται, ότι οι άνθρωποι εμφανίζουν μεγάλη ποικιλομορφία στην εμφάνιση, στη κοινωνική τους κατάσταση, στην ομιλία, την συμπεριφορά και τις αξίες που θεωρούν σημαντικές. Ανοχή είναι η αποδοχή και εκτίμηση, της πλούσιας ποικιλομορφίας που χαρακτηρίζει τις κουλτούρες του κόσμου. Προάγεται από τη γνώση, την ανοιχτή συμπεριφορά και την ελευθερία της σκέψης. Είναι η αρμονία εν μέσω διαφορών, η αρετή που καθιστά την ειρήνη δυνατή. Συνεπάγεται δε, την απόρριψη του δογματισμού και των απολύτων θέσεων.
Γκραβούρα των μέσων του 18ου αιώνα. Το πνεύμα του
Ελευθεροτεκτονισμού φωτίζει ολόκληρη την Ανθρωπότητα


Ο Ελευθεροτεκτονισμός, δημιουργήθηκε από ανθρώπους που, μεταξύ άλλων, ήθελαν να ξεφύγουν από τον θρησκευτικό φανατισμό της εποχής τους και να δομήσουν μια καλύτερη κοινωνία, βασισμένη στην ανοχή και την ειρηνική συνύπαρξη με σκοπό να προκαλέσουν ένα πνεύμα ευελιξίας και μετριοπάθειας μέσα στις Στοές. Η Τεκτονική ηθική, χαρακτηρίζεται ιδιαίτερα από την αποδοχή και σε ορισμένες περιπτώσεις την επιβράβευση της ηθικής, πολιτισμικής και πολιτικής διαφορετικότητας. Πρόσταγμα εξάλλου του Τεκτονισμού, είναι η ελευθερία της σκέψης, η αλληλεγγύη, η ανοχή και η ειρηνική συνύπαρξη. Γεννημένη από θρησκευτικές συγκρούσεις και διαμάχες ανά τους αιώνες και βαπτισμένη σε άγνωστες ποσότητες ανθρώπινου αίματος, η ανοχή είναι τόσο βαθιά χαραγμένη στην φιλελεύθερη Τεκτονική σκέψη, ώστε παίρνουμε ως δεδομένη τη σπουδαιότητα της, τόσο στη λειτουργία της Εταιρείας μας, όσο και στη λειτουργία ενός εύτακτου κράτους. Αυτό όμως, δεν πρέπει να μας αποκρύπτει το γεγονός ότι, ακόμα και σήμερα, εφαρμόζεται ελάχιστα στον κόσμο.

Τα μέλη των θρησκειών, αντιμάχονται σε πολλές χώρες επειδή δεν θέλουν να ανεχτούν τους αντιπάλους τους και τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις. Η κατάσταση δεν είναι καλύτερη σε ότι αφορά τις μη θρησκευτικές διαφορές. Οι άνθρωποι διαχωρίζονται σε εχθρικά στρατόπεδα, σύμφωνα με το χρώμα του δέρματος, την καταγωγή, τις πολιτικές τους πεποιθήσεις και την επιλογή του τρόπου ζωής τους. Σε όλες τις περιπτώσεις οι δράστες δεν δέχονται ότι η συμπεριφορά τους χαρακτηρίζεται από μισαλλοδοξία. Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν κοινωνίες που ζουν αρμονικά και ειρηνικά με τους υπολοίπους και μεταξύ τους, μόνο επειδή επικρατεί ένα εκτεταμένο πλαίσιο ανοχής στη διαφορετικότητα.

Παραδοσιακά συντηρητική, η Ελληνική κοινωνία ήταν ανέκαθεν ελλειμματική σε ανοχή. Ο άλλος, ως διαφορετικός, ενέπνεε φόβο και περιφρόνηση. Οι ομοφυλόφιλοι και διάφορες μειονότητες το έζησαν αυτό έντονα. Στη εποχή μας όμως, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη φορά, διαφαίνεται επιτακτική η ανάγκη της κοινωνίας να αποκτήσει τη δυναμική της ανοχής και να της δώσει προτεραιότητα. Κι όμως το πρόβλημα αυτό, αντί να υποχωρεί ολοένα και αυξάνεται. Η Ελλάδα, ενταγμένη στην Ευρωπαϊκή Ένωση και το δυτικό πολιτισμό, φέρει ακόμα πάνω της υπολείμματα ξενοφοβίας. Το φαινόμενο παίρνει λοιπόν, ακόμα μεγαλύτερες διαστάσεις, καθώς παράλληλα είμαστε παραπληροφορημένοι. Η παιδεία που έχουμε λάβει είναι ανεπαρκής, δεν μας καλλιεργεί ουσιαστικά. Δεν έχουμε διδαχθεί να σεβόμαστε και να αναγνωρίζουμε ότι κάποιοι δε φοβούνται να είναι διαφορετικοί, δε βολεύονται πίσω από μια ισοπεδωτική ομοιομορφία, τολμούν να έχουν τη δική τους άποψη και προσωπική ευθύνη για κάθε πράξη ή απραξία τους.

Η ιστορική διαδρομή των κοινωνιών μέχρι σήμερα συνδέθηκε συχνά με πολέμους, φανατισμό, θρησκευτικές εκστρατείες, ακρότητες και εξευτελισμό της ανθρώπινης ύπαρξης. Από τη άλλη όμως, υπήρξαν και φωτεινές στιγμές της ιστορίας, σημαντικά κοινωνικά κινήματα αλλά και μεγάλες προσωπικότητες, που έδωσαν ώθηση στα θέματα της πολυπολιτισμικότητας, του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, της εμβάθυνσης της δημοκρατίας, της προσπάθειας αλληλοκατανόησης.

Στη δυτική Ευρώπη η ιδέα ότι η ανοχή πρέπει να επεκτείνεται και σε θρησκευτικά θέματα θα φαινόταν παράξενη, αν όχι απαράδεκτη, στους περισσότερους Ευρωπαίους του 17ου αιώνα. Ο Χριστιανισμός, με βάση τον ισχυρισμό του ότι είναι η μοναδική αληθινή πίστη, ήταν εγγενώς μη ανεκτικός απέναντι σε άλλες θρησκείες, ενώ δεχόταν εξίσου απρόθυμα τα σχίσματα και τις αιρέσεις στις τάξεις του. Πραγματικά, μέχρι τον 17ο αιώνα, ή και αργότερα ακόμη, ο δημόσιος διάλογος για την ανοχή αφορούσε σε μεγάλο βαθμό τα θρησκευτικά θέματα. Οι θρησκευτικοί πόλεμοι, στους οποίους οι Προτεστάντες και οι Καθολικοί αιματοκύλησαν την Ευρώπη πολεμώντας μεταξύ τους, οφείλονταν κυρίως σε μία θεολογικά εμπνευσμένη μισαλλοδοξία. Διάφοροι στοχαστές που εμφανίστηκαν μετά την Μεταρρύθμιση, άρχισαν να ρωτούν αν η ανθρώπινη γνώση μπορεί να κατανοήσει τη θεϊκή θέληση με αρκετή βεβαιότητα ώστε να δικαιολογούνται οι διωγμοί, ενώ άλλοι, αμφισβήτησαν κατά πόσο ήταν δυνατόν να αλλάξει κάποιος πεποιθήσεις μέσω καταναγκασμού. Ένα πιο πρακτικό επιχείρημα, επισήμαινε ότι η εκτεταμένη διαμάχη οφειλόταν στη μισαλλοδοξία και υποστήριζε την ανοχή για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας. Όμως, συνήθως δεν κατάφερναν να πείσουν εκείνους που είχαν αναλάβει να υπερασπίσουν τις θρησκευτικές αρχές τους. Μία από τις πιο γνωστές συνεισφορές στη διαμάχη για τη θρησκευτική ανεκτικότητα, είναι η Επιστολή περί ανοχής του John Locke. Αυτό το κείμενο έχει διαμορφώσει περισσότερο από κάθε άλλο τη σύγχρονη οπτική. Ο Locke, συμφωνεί ότι η εκούσια πίστη του είδους που απαιτεί ο Θεός δεν μπορεί να επιβληθεί με εξαναγκασμό και ο κύριος σκοπός του σε αυτό το κείμενο είναι να διακρίνει επακριβώς την αρμοδιότητα της πολιτικής κυβέρνησης, από εκείνη της θρησκείας. Υποστηρίζει, ότι το κράτος δεν έχει καμία αρμοδιότητα να παρεμβαίνει στη φροντίδα των ψυχών και ότι σε αυτό τον τομέα η επιβολή τιμωριών είναι απολύτως ανάρμοστη.
Ο Ελευθεροτεκτονισμός, το πνεύμα της ομόνοιας, επαναφέρει
την ειρήνη μεταξύ των Ανθρώπων που χωρίζονται από τη διχόνοια.


Η ιδέα της ανοχής φαίνεται να εμφανίζει δυσκολίες, ιστορικές και εννοιολογικές που προκαλούν αμφιβολίες για το αν η κατεξοχήν αρετή του Διαφωτισμού είναι όντως διαφωτισμένη ή ενάρετη. Ένα μεγάλο μέρος της δυσκολίας που δημιουργεί οφείλεται σε ένα προβληματικό παράδοξο που ενυπάρχει στον πυρήνα της. Σε γενικές γραμμές, η ανοχή είναι μία προδιάθεση να αποδεχόμαστε πρόσωπα ή καταστάσεις που αποδοκιμάζουμε σε περιπτώσεις που έχουμε την δυνατότητα να επέμβουμε, αλλά που επιλέγουμε να μην το κάνουμε. Η αποδοκιμασία μπορεί να έχει οποιαδήποτε μορφή, μέσα σε ένα φάσμα από την ήπια δυσαρέσκεια μέχρι την έντονη απέχθεια και το επίπεδο της ανοχής είναι ανάλογο προς το βαθμό της αποδοκιμασίας. Με άλλα λόγια, πρέπει να έχουμε υψηλό βαθμό ανοχής για να συγκροτηθούμε και να μην επέμβουμε σε κάτι που βρίσκουμε εξαιρετικά ενοχλητικό.

Είναι ανεκτικός εκείνος που δεν έχει τόλμη να κατακρίνει; Είναι η ανοχή μια άλλη ονομασία της αδιαφορίας; Το παράδοξο προκύπτει όταν η ανοχή θεωρείται αρετή και οι πεποιθήσεις ή οι πρακτικές που μας ενοχλούν, θεωρούνται ηθικά λανθασμένες. Σε αυτή την περίπτωση, είναι ενάρετο να αφήσουμε να συμβεί κάτι ηθικά κακό; Και όσο χειρότερο είναι αυτό, τόσο πιο ενάρετος είναι εκείνος που το ανέχεται; Όμως πώς γίνεται να είναι καλό να αφήνουμε να συμβεί κάτι κακό; Αν μπορούμε να το σταματήσουμε δεν θα έπρεπε να το κάνουμε; Για παράδειγμα, ποιά θα έπρεπε να είναι η στάση μας απέναντι στα μισαλλόδοξα μέλη μιας κοινωνίας;

Είναι εμφανής ο τρόπος με τον οποίο μπορούμε να αποφύγουμε το παράδοξο. Πρέπει να δείξουμε, ότι οι λόγοι που επιβάλλουν την ανοχή είναι τόσο σοβαροί ώστε να υπερισχύουν εκείνων που οδηγούν στην παρέμβαση. Να δείξουμε, ότι θα ήταν λάθος να μην ανεχτούμε κάτι κακό. Στο πλαίσιο της κλασικής φιλελεύθερης παράδοσης, η πιο σημαντική απόδειξη αυτού του είδους δόθηκε από τον John Mill που υποστήριξε ότι ο παράγοντας βάση του οποίου η ανοχή υπερισχύει της παρέμβασης, είναι η ανθρώπινη ποικιλομορφία η οποία είναι εγγενώς πολύτιμη και ο σεβασμός για την ανθρώπινη αυτονομία, την ικανότητα που επιτρέπει στα άτομα να κάνουν τις δικές τους επιλογές στη ζωή. Στο δοκίμιο του Περί ελευθερίας ο Mill υποστηρίζει. Ο τρόπος που το άτομο διαμορφώνει τη ζωή του είναι ο καλύτερος, όχι επειδή είναι ο καλύτερος καθαυτός αλλά επειδή είναι δικός του.

Στις σύγχρονες πλουραλιστικές κοινωνίες, η ανοχή πρέπει να στηρίζεται στην αξία που αποδίδεται στην αυτονομία, στο δικαίωμα του ατόμου να σχηματίζει τις δικές του απόψεις και να παίρνει τις δικές του αποφάσεις. Υπάρχει οπωσδήποτε ένα όριο, όμως σε γενικές γραμμές επιτρέπεται στους ανθρώπους να κάνουν και να σκέφτονται ό,τι θέλουν, υπό τον όρο ότι οι πράξεις και οι πεποιθήσεις τους δεν βλάπτουν τους άλλους. Η βλάβη συνήθως αφορά την αυτονομία κάποιου άλλου και έτσι η ανοχή δεν επεκτείνεται στην κλοπή, στον φόνο, ούτε στις κατάφωρες παραβιάσεις των δικαιωμάτων των άλλων.
Ο Ελευθεροτεκτονισμός κηρύσσει τη
διδασκαλεία του σε όλους τους Ανθρώπους.


Ίσως έχουμε το δικαίωμα να μην ανεχόμαστε τους αδιάλλακτους. Πρέπει να είμαστε ανεκτικοί μέχρι του σημείου που δε διατρέχουμε κάποιο κίνδυνο.

Ο φιλόσοφος Karl Popper, περίγραψε το παράδοξο της ανοχής, σύμφωνα με το οποίο, η απεριόριστη ανοχή οδηγεί στην καταστροφή της. Θα έπρεπε μια ανεκτική κοινωνία να ανέχεται τη μισαλλοδοξία; Η απάντηση είναι όχι. Είναι παράδοξο, αλλά η απεριόριστη ανοχή μπορεί να οδηγήσει στην εξαφάνιση της ανοχής. Όταν επεκτείνουμε την ανοχή σε εκείνους που είναι φανερά μισαλλόδοξοι οι ανεκτικοί τελικά καταστρέφονται. Και μαζί τους και η ανοχή. Όσο παράδοξο κι αν φαίνεται, σύμφωνα με τον Popper,  το να υπερασπίζεσαι την ανοχή απαιτεί να μην ανέχεσαι τους μισαλλόδοξους.

Στον σύγχρονο κόσμο, η ανάγκη για ανοχή είναι πιο ουσιώδης από ποτέ. Ζούμε σε μία εποχή που χαρακτηρίζεται από παγκοσμιοποίηση της οικονομίας και την ταχύτατη αύξηση της κινητικότητας από την επικοινωνία την ολοκλήρωση και την αλληλεξάρτηση από τις μεταναστεύσεις μεγάλης κλίμακας και τις μετατοπίσεις πληθυσμών. Αφού κάθε μέρος του κόσμου χαρακτηρίζεται από ποικιλομορφία η κλιμάκωση της μισαλλοδοξίας και της διαμάχης δυνητικά απειλεί κάθε περιοχή του πλανήτη.

Άλλωστε με την ανοχή ο άνθρωπος αποκτά περισσότερες γνώσεις, διευρύνει τους πνευματικούς του ορίζοντες, μαθαίνει να σέβεται και να εμβαθύνει στις απόψεις των άλλων, ενημερώνεται και αποκτά οργανωμένη αντίληψη των πραγμάτων, άρα ξεφεύγει από την απολυτότητα, το δογματισμό, τις προλήψεις και είναι σε θέση να βρει το δρόμο του, χωρίς ακραίες απόψεις που μπορεί να τον οδηγήσουν στο φανατισμό.


Guinplen   [Διδ. - Μέλος της Σ. Στ. "Κοινωνικός Κύκλος 0"]