Τρίτη 7 Ιουλίου 2020

Ευρωπαϊκός Διαφωτισμός: Δύο Ιδεολογικά Ρεύματα – Δύο Ελευθεροτεκτονικές Παραδόσεις

(ΣΗΜ: Το δοκίμιο που ακολουθεί αποτελεί Κεφάλαιο του υπό έκδοση βιβλίου μου. Παρακαλώ τους αναγνώστες να μην το αναδημοσιεύσουν σε άλλους ιστοτόπους και Blogs )



...«Τις τελευταίες δύο δεκαετίες απομακρυνθήκαμε από την αντίληψη του Peter Gay η οποία θεωρεί το Διαφωτισμό ως ένα ενιαίο και αρμονικό κίνημα. Ένα πλήθος ακαδημαϊκών μελετητών έκριναν απαραίτητο και χρήσιμο, να διακρίνουν τον Διαφωτισμό σε δύο σαφή ρεύματα: από τη μία πλευρά, ένας Μετριοπαθής ή Συντηρητικός Διαφωτισμός που προσπάθησε να συμβιβάσει τη λογική με τη παράδοση, διατηρώντας το status quo των υπαρχόντων πολιτικών και θρησκευτικών δυνάμεων και, από την άλλη πλευρά, ένας Ριζοσπαστικός ή Επαναστατικός Διαφωτισμός που βασιζόταν μόνο στην ανθρώπινη λογική, ο οποίος αγωνίστηκε με πάθος να φέρει μία ενεργή μεταρρύθμιση και να χτίσει μια νέα κοινωνία, γκρεμίζοντας συθέμελα  την παλιά. (...) Περίπου από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 και μετά, η έρευνα σχετικά με τον Ριζοσπαστικό Διαφωτισμό έχει δημιουργήσει μια τεράστια βιβλιογραφία»...

Steffen Ducheyne – Καθηγητής Λογικής και Φιλοσοφίας της Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο  Vrije - Brussel – Βέλγιο (2017)


...«Ο “Ριζοσπαστικός Διαφωτισμός” και ο “Μετριοπαθής Διαφωτισμός” είναι δυο γενικές κατηγορίες οι οποίες καθιερώθηκαν τις τελευταίες δεκαετίες και είναι αναπόφευκτα απαραίτητες για την οποιαδήποτε έγκυρη συζήτηση για τον Διαφωτισμό (1650-1789) και την εποχή των επαναστάσεων (1775-1848). Οποιαδήποτε συζήτηση για το Διαφωτισμό ή τις επαναστάσεις που δεν περιστρέφονται γύρω από αυτές τις γενικές κατηγορίες δεν μπορεί να έχει καμία εγκυρότητα ή βάθος τόσο φιλοσοφικά, όσο και ιστορικά.»...

Jonathan Israel - Καθηγητής Νεώτερης Ιστορίας - School of Historical Studies at the Institute for Advanced Study - Princeton – ΗΠΑ (2011)


...«Δεν μπορεί κάποιος να μελετήσει τον Διαφωτισμό, ούτε να μπορεί να  εξετάσει σοβαρά τα περισσότερα πεδία της νεότερης Ευρωπαϊκής ιστορίας (18ο – 20ο αιώνα) εάν δεν συμπεριλάβει στην μελέτη του τον ρόλο του Ελευθεροτεκτονισμού.»...

Pierre Mollier – Υπεύθυνος του Αρχείου, Διευθυντής του Ελευθεροτεκτονικού Μουσείου της Μεγάλης Ανατολής της Γαλλίας και Ιστορικός του Ελευθεροτεκτονισμού. Γαλλία (1999) 




Κάθε οξυδερκής νέος Τέκτονας μετά την εισδοχή του, αλλά και κάθε αμύητος που ενδιαφέρεται να μελετήσει το φαινόμενο του Ελευθεροτεκτονισμού, σύντομα θα κληθεί θα απαντήσει σε δύσκολα ερωτήματα, όπως για παράδειγμα:

· Γιατί ο μισός Τεκτονικός πληθυσμός του Πλανήτη δεν αποδέχεται το ρητό: «Ελευθερία – Ισότητα – Αδελφοσύνη», πράγμα που κάνει ο άλλος μισός;

· Γιατί υπάρχουν τόσοι πολλοί και αποκλίνοντες ορισμοί του Ελευθεροτεκτονισμού με χαρακτηριστικό παράδειγμα τον ορισμό της UGLE (Ηνωμένη Μεγάλη Στοά της Αγγλίας) που τον περιγράφει ως: «ιδιότυπο σύστημα ηθικής κεκαλυμμένο δια αλληγοριών και εικονιζόμενο δια συμβόλων» και τον ορισμό της GOdF (Μεγάλης Ανατολής της Γαλλίας) που τον χαρακτηρίζει ως: «φιλ-ανθρωπικό, φιλοσοφικό και προοδευτικό θεσμό, (...) αφοσιωμένο στη, θεμελιώδους σημασίας, έννοια της εκκοσμίκευσης.»;

· Γιατί πολλά Ελευθεροτεκτονικά Τάγματα θεωρούν ως απαραίτητη προϋπόθεση την πίστη του υποψηφίου στο Θεό και στην αθανασία της ψυχής, ενώ άλλα θεωρώντας ότι οι μεταφυσικές αντιλήψεις κάθε ανθρώπου ανήκουν αποκλειστικά στη σφαίρα της ατομικής του Ελευθερίας, αρνούνται να τοποθετηθούν επ’ αυτών, με αποτέλεσμα να δέχονται ως μέλη και άθεους;

· Γιατί άλλοι Τεκτονικοί χώροι συνδέουν την ηθική με τη θρησκευτική πίστη, ενώ κάποιοι άλλοι την αποσυνδέουν;

· Γιατί για άλλους σκοπός του Ελευθεροτεκτονισμού είναι μόνο η βελτίωση των μελών του και για άλλους η βελτίωση ολόκληρης της κοινωνίας;

· Γιατί άλλοι Τεκτονικοί χώροι θεωρούν ότι μόνο οι Ελευθεροτέκτονες είναι ίσοι μεταξύ τους ανεξαρτήτως κοινωνικής τάξης, ενώ άλλοι πιστεύουν ότι η ισότητα επεκτείνεται σε όλους τους ανθρώπους;

· Γιατί άλλοι αναγνωρίζουν στις γυναίκες το δικαίωμα στην Ελευθεροτεκτονική ιδιότητα και άλλοι πάλι όχι;

Γιατί, γιατί, γιατί; ....

Τα ερωτήματα αυτά κάνουν προφανές το γεγονός ότι, παρόλα όσα λέγονται ο Ελευθεροτεκτονισμός δεν αποτελεί έναν ενιαίο χώρο, αλλά αποτελείται από πλέον του ενός φιλοσοφικό-ιδεολογικά ρεύματα. Αυτό εξηγεί το γιατί τελικά δεν υπάρχει και ένας ενιαίος ορισμός ή μορφή του Ελευθεροτεκτονισμού. Επίσης όσοι παρακολουθούν προσεκτικά και σε βάθος την Διεθνή βιβλιογραφία πάνω στο θέμα, γνωρίζουν ότι οι σύγχρονοι μελετητές κοινωνιολόγοι και ιστορικοί, Τέκτονες και μη, όπως μεταξύ άλλων ο Pierre Mollier, η Margaret Jacob, ο Jonathan Israel, ή ο Andreas Önnerfors, προτιμούν να μιλούν για «Τεκτονισμούς» και όχι για Τεκτονισμό. Το θέμα είναι τεράστιο και η πλήρης ανάπτυξή του άνετα θα γέμιζε τα ράφια μίας βιβλιοθήκης. Στο δοκίμιο αυτό θα επικεντρωθούμε μόνο στον Ελευθεροτεκτονισμό της Ηπειρωτικής Ευρώπης (Continental Freemasonry) αφήνοντας εκτός κάδρου, για λόγους οικονομίας κειμένου και χρόνου, τον Αγγλοσαξωνικό Τεκτονισμό, ο οποίος, παρά το συντηρητικό του χαρακτήρα, αποτελεί από μόνος του ένα διαφορετικό αυτοτελές θέμα. Έτσι θα γίνει η προσπάθεια να αποτυπωθούν εν συντομία και σε αδρές γραμμές, οι κοινωνιολογικές συνθήκες, καθώς και οι φιλοσοφικές ιδέες που το χρονικό διάστημα από το 1740 έως το ξέσπασμα της Γαλλικής επανάστασης, γέννησαν δύο διαμετρικά αντίθετες προσεγγίσεις της Ελευθεροτεκτονικής Τέχνης οι οποίες επιβιώνουν έως τις μέρες μας κατά κύριο λόγο στην Ηπειρωτική Ευρώπη, αλλά και μέσω εξάπλωσης και στις υπόλοιπες ηπείρους του πλανήτη. 

Ο συντάκτης του κειμένου θα βασιστεί βιβλιογραφικά στις, αναμφίβολης επιστημονικής βαρύτητας και αξιοπιστίας, εργασίες του Γερμανού καθηγητού ιστορίας Reinhart Koselleck, του ομοεθνούς του φιλοσόφου και καθηγητού κοινωνιολογίας Jurgen Habermas, των καθηγητών ιστορίας, στα αμερικανικά πανεπιστήμια UCLA και Princeton αντίστοιχα, Margaret C. Jacob και Jonathan Israel, του Βρετανού καθηγητού αστικής ιστορίας στο πανεπιστήμιο του Helsinki, Peter Clark, στη Διδακτορική Διατριβή στο πανεπιστήμιο της Oxford, του Βρετανού ιστορικού Christopher McIntosh, στη Διδακτορική Διατριβή στο πανεπιστήμιο Yale του καθηγητού Kenneth Loiselle και τέλος στη Διδακτορική Διατριβή του καθηγητού Stefan-Ludwig Hoffmann στο πανεπιστήμιο Bielefeld.

Επίσης ο συντάκτης παραδέχεται a priori και στηρίζει τον συλλογισμό του στις παρακάτω πέντε Αρχές:

ΑΡΧΗ 1η: «...Φύσει μέν στιν νθρωπος ζον πολιτικόν...» (Αριστοτέλης-Πολιτικά Γ, 1278.b9). Κατόπιν τούτου λογικό επόμενο είναι ότι καμία ανθρώπινη πράξη δεν μπορεί να θεωρηθεί ουδέτερη και πολιτικά «αθώα».

ΑΡΧΗ 2η: Ο Ελευθεροτεκτονισμός δεν βασίζεται σε εξωτερικούς ανθρώπινους δεσμούς και χαρακτηριστικά, αλλά αντιθέτως θεμελιώνεται στέρεα σε κοινές αντιλήψεις ανθρώπων, οι οποίοι σκέπτονται με τον ίδιο τρόπο. (G. E. Lessing-Διάλογοι για Ελευθεροτέκτονες-5ος Διάλογος).

ΑΡΧΗ 3η: Η φιλοσοφική έννοια του Ελευθεροτεκτονισμού είναι τόσο παλιά όσο και η πολιτική κοινωνία. Το κεντρικό νόημα του Τεκτονισμού και η οργανωμένη κοινωνία έλκουν κοινή καταγωγή (G.E. Lessing-Διάλογοι για Ελευθεροτέκτονες-5ος Διάλογος).

ΑΡΧΗ 4η: Ο Ελευθεροτεκτονισμός είναι απαραίτητο να προσαρμόσει τη μορφή και τη δομή του κατά τέτοιο τρόπο ώστε να εναρμονίζεται με την πολιτική κοινωνία, διότι απλούστατα η τελευταία πάντα ήταν και είναι πιό ισχυρή (G. E. Lessing-Διάλογοι για Ελευθεροτέκτονες-5ος Διάλογος).

ΑΡΧΗ 5η: Η μοίρα του Ελευθεροτεκτονισμού και της οργανωμένης κοινωνίας, μέσα στην οποία αυτός αναπτύσσεται, είναι κοινή και άρρηκτα συνδεδεμένη. Παντού σε όλο τον κόσμο, σε όποια κατάσταση βρίσκεται η πολιτική κοινωνία, στην ίδια ακριβώς κατάσταση μαζί της, θα βρίσκεται και ο Ελευθεροτεκτονισμός (G. E. Lessing-Διάλογοι για Ελευθεροτέκτονες-5ος Διάλογος).

Η πρώτη είναι η γνωστή Αρχή του Αριστοτέλη, ενώ οι 2, 3, 4 και 5 είναι οι Αρχές που πρωτοδιατυπώθηκαν από τον G. E. Lessing στους Διαλόγους για Ελευθεροτέκτονες το 1778 για να επιβεβαιωθούν 200 χρόνια αργότερα τόσο μέσα από το έργο συγχρόνων ακαδημαϊκών δασκάλων, όσο και ιστορικών του Τεκτονισμού και κυρίως του μεγάλου κοινωνιολόγου φιλόσοφου Jurgen Habermas.

Όμως ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.

Ο Τεκτονισμός, σύμφωνα με τις Αρχές 3, 4 και 5 που ήδη αναφέρθηκαν, δεν ήταν ποτέ ανεξάρτητος από τα ιστορικά γεγονότα, την πνευματική κίνηση και τα κοινωνικο-πολιτικά χαρακτηριστικά της εποχής του. Δεν ξεπήδησε ex nihilo, αλλά γεννήθηκε και αναπτύχθηκε κάποια συγκεκριμένη χρονική στιγμή σε μια δεδομένη κοινωνία. Άρα ο Τεκτονισμός κατά τη γέννηση, την άνθηση και την ανάπτυξη του ποτέ δεν υπήρξε ξένος προς τις κοινωνίες μέσα στις οποίες αναπτύχθηκε.

Ο Θεωρητικός Ελευθεροτεκτονισμός εμφανίζεται ξαφνικά στη Μ. Βρετανία την περίοδο της ύστερης Αναγέννησης κάπου το χρονικό διάστημα 1630-40 λίγο πριν την αυγή του Διαφωτισμού. Αρχικά δεν ήταν κάτι περισσότερο από μία θεματική λέσχη οι οποίες αποτελούσαν μόδα της εποχής στις συλλογικές εκφράσεις της ανδρικής κοινωνικότητας. Αρχικά μοναδικό αντικείμενο των συναντήσεων ήταν η χαλαρή συζήτηση, το κοινό δείπνο, η κατανάλωση αλκοόλ και γενικά η αναψυχή των μελών, ενώ το Τυπικό όπως το εννοούμε σήμερα ήταν υποτυπώδες ή πρακτικά ανύπαρκτο.

Όπως όλες οι θεματικές λέσχες, έτσι και ο Ελευθεροτεκτονισμός συνεδρίαζε πίσω από κλειστές πόρτες και διατεινόταν ότι κατείχε ένα υποτιθέμενο «μυστικό». Τα δύο αυτά στοιχεία τον έκαναν να φαίνεται πολύ πιο σημαντικός απ’ ό,τι πραγματικά ήταν, σύμφωνα πάντα με τη γνωστή λογική των θεωριών συνωμοσίας, ενώ ταυτόχρονα αποτελούσαν πόλο έλξης νέων μελών.

Η μόδα των θεματικών λεσχών έσβησε στην περίοδο 1730-40 με τον Τεκτονισμό να επιβιώνει λόγω της ένταξης σε αυτόν μία δεκαετία νωρίτερα μελών της βασιλικής οικογένειας της Αγγλίας για να ακολουθήσουν αργότερα στο Παρίσι μέλη του Οίκου και της αυλής των έκπτωτων Stuart. Το γεγονός αυτό αποτέλεσε κίνητρο ένταξης στις Στοές αστών που ήθελαν την κοινωνική τους προβολή και πιθανή ανέλιξη.



Σπάνιο Γερμανικό χαρακτικό του 1798 (η εικόνα παρουσιάζεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα). Αλληγορεί το αίτημα για μεταρρύθμιση του Ελευθεροτεκτονισμού που πραγμάτωσε λίγο αργότερα ο Friedrich Ludwig Schröder, μετά από τις πικρές εμπειρίες των συντηρητικών και Χριστιανοκεντρικών Ταγμάτων της «Αυστηρής Ναϊτικής Τήρησης» και του «Χρυσού Ροδοσταύρου». Η προτομή της Aλήθειας λάμπει κάτω από ένα πέπλο που την έχει κρύψει πρόσκαιρα. Στο στήθος (στο μέρος της καρδιάς) της Αλήθειας είναι χαραγμένος ο Ήλιος της Λογικής. Η Αθηνά-Σοφία - που φορώντας  στο λαιμό Γνώμονα ταυτίζεται με τον Ουμανιστικό Ορθολογικό Ελευθεροτεκτονισμό - προσπαθεί να τραβήξει το πέπλο ώστε να την αποκαλύψει. Ένας μελετητής προσκολλημένος στη στείρα αρχαιότητα και την παραδοσιοκρατία (αλληγορία του ανορθολογικού Τεκτονισμού) αποστρέφει το πρόσωπό του και φεύγει. Στα πόδια του ένα κουνέλι,  σύμβολο του φόβου, αλλά και σύμβολο της ανοησίας, φαίνεται να τον συνοδεύει σαν πιστός σκύλος. Από την άλλη πλευρά, η δεισιδαιμονία, με τη μορφή μιας άσχημης γυναίκας - στην ουσία μια καρικατούρα - δραπετεύει συνοδευόμενη από τη συμβολική της φίλη, την απεχθή νυχτερίδα, σύμβολο του σκότους. Κρατά στα χέρια της μαγικά ξόρκια σύμβολο του αποκρυφισμού. Μαζί της διαλύονται και φεύγουν τα μαύρα σύννεφα που έως τώρα σκίαζαν το τοπίο. Η κουκουβάγια σύμβολο της Σοφίας είναι παγιδευμένη (κάτω δεξιά της εικόνας) στο έδαφος ανάμεσα στα μαύρα σύννεφα που τριγυρίζουν τη δεισιδαιμονία και τον αποκρυφισμό. (Αρχείο Ν. Καλλιπολίτη)

Η ραγδαία ανάπτυξη του Διαφωτισμού, κατά τη διάρκεια και ειδικά στα μέσα του 18ου αιώνα, ώθησε στη συγκρότηση νέων μορφών κοινωνικότητας και τύπων επικοινωνίας. Ένας τέτοιος χώρος ανταλλαγής ιδεών κοινού ενδιαφέροντος, στον οποίο μετείχαν όλοι ισότιμα, με όρους ανοιχτούς, χωρίς να φέρουν άλλη ιδιότητα ήταν και οι Ελευθεροτεκτονικές Στοές, που αποτελούσαν σε αυτή την περίοδο έναν από τους σημαντικότερους θεσμούς της αστικής αυτοοργάνωσης και της αστικής ταξικής ωρίμανσης. Λόγω του μεγάλου αριθμού των Ελευθεροτεκτόνων, που εισέρρεαν στις Στοές το ιδιότυπο Τεκτονικό φαινόμενο αποτέλεσε κυρίαρχη εκδήλωση της αστικής κοινωνικότητας του Διαφωτισμού, η οποία επηρέασε δυναμικά τη συγκρότηση της νεωτερικής Δημόσιας Σφαίρας ενώ συνέβαλλε και στη δημιουργία μίας νέας πολιτικής και κοινωνικής κουλτούρας. Έτσι από τα μέσα του 18ου αιώνα, ο Τεκτονισμός λειτούργησε  ως καταλύτης και  αναμεταδότης νέων ιδεών και επιτάχυνε κατά κάποιο τρόπο τη ζύμωση των πνευμάτων αλλά πάνω απ’ όλα λειτούργησε ως φορέας καινούργιων μορφών επικοινωνίας. Ο Friedrich II ο Μέγας της Πρωσίας το 1777 σε επιστολή του προς τον Δούκα του Brunswick-Lüneburg είχε αναφέρει: 

«κυριαρχεί μια πρωτοφανής μεγάλη συρροή κόσμου στα μυστικά τάγματα τα οποία δημιουργήθηκαν αποκλειστικά και μόνο από το γούστο και τη μόδα του αιώνα μας»

Δεν κρίνεται άσκοπο να αναφερθεί ότι η Ελευθεροτεκτονική κοινωνικότητα χαρακτηρίζεται από αυτό που οι ανθρωπολόγοι έχουν ονομάσει "τελετουργική φιλία". Δομημένος με ένα τελετουργικό εισδοχής, ο ένορκος δεσμός αλληλεγγύης συντονίζεται και συνάδει με άλλες πιό συμβατικές μορφές φιλίας. Η Ελευθεροτεκτονική «τελετουργική φιλία» ήταν πάνω απ’ όλα χτισμένη όχι σε μια ανεξήγητη προσωπική έλξη και «χημεία» ανάμεσα σε δύο ξεχωριστές προσωπικότητες, αλλά πιο πολύ στη κοινή διαφύλαξη ενός «μυστικού» και σε μία κοινή ηθική κοσμοθέαση.
Τελικά, είτε εκλαμβάνεται ως διασκέδαση, ως ψυχαγωγία, ως ένα είδος λέσχης, είτε θεωρείται χώρος φιλοσοφικού στοχασμού, είτε ακόμη αντιμετωπίζεται ως αγαθοεργής οργάνωση, ο Ελευθεροτεκτονισμός εκείνης της εποχής αντικατοπτρίζει απόλυτα τη μετάλλαξη, ή καλύτερα το σύνολο των μεταλλάξεων, που συντελούνταν στις κοινωνικές πρακτικές και ευαισθησίες των πιο ανεπτυγμένων περιοχών της Ευρώπης.

Όλοι οι σύγχρονοι ιστορικοί του Τεκτονισμού σε ομοφωνία με τους κοινωνιολόγους συμφωνούν ότι υπό την επίδραση του πνεύματος της εποχής, το διάστημα από το 1740 έως το 1789, υπήρξε μία ποιοτική αλλαγή στον Ευρωπαϊκό Ελευθεροτεκτονισμό.  Ο Τεκτονισμός απέβαλε το αποκλειστικά ψυχαγωγικό του ύφος, παίρνοντας μια περισσότερο φιλοσοφική μορφή, ενώ ταυτόχρονα οδηγήθηκε σε ιδεολογικό–φιλοσοφική διχοτόμησή. Για να κατανοήσουμε το γιατί συνέβει αυτό θα πρέπει να αντιληφθούμε την πνευματική κίνηση της εποχής στην οποία εστιαζόμαστε.

Ο Διαφωτισμός αποτέλεσε ένα σημαντικό Ευρωπαϊκό πνευματικό κίνημα, που έφερε βαθιές κοινωνικές, πολιτισμικές, οικονομικές και πολιτικές αλλαγές σε ολόκληρο το Δυτικό κόσμο. Είναι γενικά παραδεκτό ότι η Δυτική  κοινωνία και ο σύγχρονος τρόπος σκέψης και ζωής μας είναι θεμελιωμένα στη περίοδο του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού. Γεννήθηκε στην Ευρώπη στα τέλη του 17ου αιώνα, γιγαντώθηκε και κυριάρχησε την περίοδο 1740 – 1780 για να παραδώσει τη σκυτάλη του στο κίνημα του Ρομαντισμού, λίγο πριν την έναρξη της Γαλλικής επανάστασης.

Ο όρος Διαφωτισμός χρησιμοποιήθηκε αρκετά χρόνια αργότερα, το 19ο αιώνα, μετά τη λήξη της περιόδου. Οι σύγχρονοί του τον χαρακτήρισαν ως «ο Αιώνας της Φιλοσοφίας» και οι Γάλλοι Διαφωτιστές, πρώτοι, θα τον αποκαλέσουν «Αιώνα των Φώτων» (Siècle des lumières). Με τη σειρά τους οι διανοούμενοι, οι στοχαστές και οι συγγραφείς της περιόδου θα ονομαστούν «Φιλόσοφοι» (Les Philosophes). Την περίοδο από τα μέσα της δεκαετίας 1740 έως το τέλος του αιώνα ο χαρακτηρισμός «Φιλόσοφος» πέρα από την ερμηνεία που της αποδίδουμε σήμερα όριζε τον θιασώτη του ορθολογισμού, της κοσμικής και της ελεύθερης σκέψης. Για τις ιδέες και θεωρίες των Φιλοσόφων, θα επικρατήσει σε ολόκληρη την Ευρώπη ο όρος «Φιλοσοφικό Πνεύμα» (L’ esprit philosophique). Η ονομασία Διαφωτισμός προέρχεται από την αλληγορική εικόνα ενός συννεφιασμένου ουρανού όπου τα σύννεφα ανοίγουν για να αποκαλυφθεί ο ήλιος ή από την εικόνα μίας φωτεινής πηγής που ανάβει μέσα σε ένα σκοτεινό δωμάτιο φωτίζοντας την κάθε γωνιά.

Πηγή του Διαφωτισμού ήταν οι ιδέες που κυκλοφορούσαν στην Αγγλία και τη Γαλλία κατά τον 17ο αιώνα. Αυτές περιλάμβαναν τον βρετανικό εμπειρισμό, που καθιερώθηκε από τον John Locke (1632-1704) και τον ορθολογισμό της ηπειρωτικής Ευρώπης, εκπροσωπούμενο από τον René Descartes (1596-1650) ενώ οι ιδέες αυτές καλλιεργήθηκαν και αναπτύχθηκαν περαιτέρω από στοχαστές όπως ο Baruch de Spinoza (1632-1677) και ο Gottfried Wilhelm Leibniz (1646-1716).Το πνευματικό αυτό κίνημα, το οποίο πρότασσε τη λογική και τη κριτική σκέψη, ήταν αποτέλεσμα ανακατατάξεων εντός του Ευρωπαϊκού χώρου. Οι κοινωνικές ανισότητες, η δημογραφική πίεση, η ανεργία, τα σημάδια της επερχόμενης βιομηχανικής επανάστασης, οι πόλεμοι και οι οικονομικές κρίσεις σε πολλές χώρες, δημιούργησαν κλίμα δυσαρέσκειας σε όλες τις κοινωνικές τάξεις. Οι Ευρωπαίοι εκτός από αλλαγή των συνθηκών ζωής τους, ζητούσαν από τους πολιτικούς στοχαστές και φιλοσόφους ένα νέο τρόπο σκέψης. Οι Διαφωτιστές από τη μεριά τους αναζητούσαν την Γνώση και την «Αλήθεια», αξιώνοντας αλλαγές σε όλες τις πτυχές της ανθρώπινης δραστηριότητας, στους πολιτικοκοινωνικούς θεσμούς, την οικονομία, την εκπαίδευση και τη θρησκεία. Με τον όρο «Αλήθεια» εννοούσαν την ορθολογική και εκκοσμικευμένη εξήγηση κάθε έννοιας, φαινομένου, ή γεγονότος.


Ζωγραφικός πίνακας των μέσων του 19ου αιωνα, ανωνύμου καλλιτέχνη, με τίτλο: «Ο Ελευθεροτεκτονισμός φέρνει την ομόνοια στους Ανθρώπους». Χαρακτηριστική καλλιτεχνική απεικόνιση του Φιλελεύθερου ανθρωποκεντρικού Ελευθεροτεκτονισμού.  Στη κάτω πλευρά εμφανίζονται αλυσοδεμένοι η Έριδα και ο Πόλεμος

Σημαντική θέση στη φιλοσοφία της εποχής κατείχε το πείραμα και η εμπειρία, ενώ βασικά χαρακτηριστικά της Διαφωτιστικής Παράδοσης ήταν η απόλυτη και ψυχρή λογική, το αίτημα για ελευθερία της έκφρασης, η πίστη στη συνεχή και αδιάκοπη τεχνολογική πρόοδο, το αίτημα για υπεροχή του ανθρώπου και η πλήρης καθυπόταξη της φύσης, ο ωφελιμισμός, και ο υπερβολικός επιστημονισμός. Η αισιοδοξία και η πίστη στην πρόοδο χαρακτήρισαν τους συγγραφείς και μεταρρυθμιστές φιλοσόφους του 18ου αιώνα, που ήλπιζαν μέσω της Γνώσης να βοηθήσουν στην ευτυχία και βελτίωση, αν όχι στη τελειοποίηση, της Ανθρωπότητας.

Είναι γεγονός ότι όπου υπάρχει δράση, υπάρχει και αντίδραση. Έτσι παράλληλα με τον Διαφωτισμό αναπτύχθηκε στην Ευρώπη ένα ισχυρό αντι-Διαφωτιστικό κίνημα. Το κίνημα αυτό στελεχώθηκε από μέλη των Δυναστικών οίκων και της αριστοκρατίας της Ευρώπης, ιερείς, καθώς και από υπερσυντηρητικούς μεγαλοαστούς ή καιροσκόπους αστούς οι οποίοι πίστευαν ότι «ο βωμός και ο θρόνος» θα μπορούσαν να εξυπηρετήσουν τα προσωπικά συμφέροντά τους.

Ο αντι-Διαφωτισμός επικαλούμενος την ιστορικότητα των θεσμών τόνιζε ότι οι παραδόσεις και τα κοινά συναισθήματα είναι το συγκολλητικό του κοινού βίου, και ότι η ψυχρή λογική που επικαλείται μόνο την ιδιωτική ωφέλεια δεν είναι σε θέση να εμπνεύσει συλλογική δράση. Στενά και άρρηκτα συνδεδεμένος με τη Χριστιανική θρησκεία και κυρίως με την θεσμική εκκλησία, θεωρούσε ότι η τάξη αποτελεί τον πρώτιστο θεϊκό νόμο. Η παραδοχή αυτή σήμαινε ότι είναι φυσικό και αποδεκτό κάποιοι να είναι κοινωνικά ανώτεροι και πλουσιότεροι από τους άλλους και κατόπιν τούτου οι εκφραστές της κοινωνικής ισότητας στρέφονταν πρωτίστως κατά του Θεού και της θρησκείας. Με αυτό τον τρόπο απέδιδε ένα θεοκρατικό θεμέλιο στην πολιτική κοινωνία, χωρίς το οποίο δεν μπορούσε να υπάρξει ηθική υποταγή του ατόμου στην ολότητα. H επιχείρηση εκκοσμίκευσης της Γνώσης αλλά και εκλογίκευσης του κόσμου μέσω του ορθολογισμού, της παρατήρησης και της εμπειρίας σήμαινε την ακύρωση της ανάγκης μιας Θείας εξήγησης και το ανώφελο του αξιοσέβαστου εκκλησιαστικού έργου.

Ένα ακόμα γεγονός που δεν θα πρέπει να περνά απαρατήρητο είναι ότι προώθησε το εθνικισμό και τάχθηκε κατά του κοσμοπολιτισμού θεωρώντας τον ως μία συνωμοσία κατά της υφιστάμενης κοινωνικής και πολιτικής δομής και αξιών. Για παράδειγμα, στη Γερμανία την περίοδο 1750 - 1800, στους συντηρητικούς κύκλους η λέξη κοσμοπολίτης είχε διάφορες σημασίες μεταξύ των οποίων «προδότης» και «Γαλλόφιλος»!

Οι υπέρμαχοι του αντι-Διαφωτισμού δεν αμφισβήτησαν ποτέ ότι σκοπός του Διαφωτισμού ήταν να φέρει μία ιδεολογική επανάσταση που δεν στόχευε σε τίποτε λιγότερο από την ανατροπή των βασιλέων, της θρησκείας, της εκκλησιαστικής εξουσίας και των θεολογικών τρόπων ερμηνείας του κόσμου, με τελικό αποτέλεσμα όπως πολύ γλαφυρά το θέτει ο Louis-Claude de Saint-Martin: «να μετατρέψει τον κόσμο σε μιά μάντρα από αγρίους χωρίς νόμους, πειθαρχία, έθιμα, αρχές και κυρίως δίχως Θεό». Ως ασπίδα προστασίας της κοινωνίας από τη λαίλαπα του Διαφωτισμού προέβαλαν την λογοκρισία.

Είναι αξιοσημείωτο ότι οι οπαδοί του αντι-Διαφωτισμού ανέπτυξαν το δικό τους πνευματικό κίνημα, τον Ιλλουμινισμό (Illuminism), ο οποίος σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να συγχέεται με το Τάγμα των Ιλλουμινάτι (Illuminati - Πεφωτισμένοι της Βαυαρίας) το κίνημα των οποίων ονομάζεται Ιλλουμινατισμός και σκοπό είχε τη διάδοση του Διαφωτισμού. Το διανοητικό και πνευματικό κίνημα του Ιλλουμινισμού αναδύθηκε κατά το δεύτερο ήμισυ του 18ου αιώνα, αποτελώντας αναπόσπαστο τμήμα του λεγόμενου Δυτικού Εσωτερισμού. Ο Ιλλουμινισμός «αγκάλιασε» πολλά από τα εσωτερικά ρεύματα τα οποία άνθησαν κατά την Αναγέννηση, όπως η Καμπαλά, η αλχημεία, η Χριστιανική Θεοσοφία και ο Ερμητισμός. Από τα μέσα του 18ου αιώνα ο Ιλουμινισμός διοχετεύτηκε στη δεξαμενή των μυητικών οργανώσεων με κυριότερες αυτές που εμπεριείχαν τους Ιπποτικής έμπνευσης ανώτερους Τεκτονικούς βαθμούς ή δήλωναν δήθεν Ροδοσταυρική καταγωγή. Υπογραμμίζεται ότι ο Ευρωπαϊκός Ιλλουμινισμός σε όλες του τις εκφράσεις αντιτάχθηκε στον ορθολογισμό και υλισμό των Διαφωτιστών Εγκυκλοπαιδιστών (Encyclopédie ou Dictionnaire raisonné des sciences).

Ο αντι-Διαφωτισμός ήταν λοιπόν η σύνοψη όλων των αντιδραστικών πολιτικών και φιλοσοφικών αντιλήψεων που απέρριπταν την έννοια της προόδου, την ελευθερία της έκφρασης και υπερασπίζονταν τα προνόμια των ιστορικά εδραιωμένων εξουσιών. Δεν είναι δε τυχαίο ότι ο Άγγλος φιλομοναρχικός αντιδραστικός φιλόσοφος του 17ου αιώνα Hobbes, είχε ευρύτατη απήχηση και το βιβλίο του «Λεβιάθαν» αποτελούσε πηγή έμπνευσης στους αντι-Διαφωτιστικούς κύκλους με αποτέλεσμα οι οπαδοί αυτού του ρεύματος να αναζητούν τον ιδανικό πολιτικό ηγέτη στο πρόσωπο ενός ανθρώπου που θα ήταν ταυτόχρονα βασιλέας, σοφός και ιεροφάντης!
 
Ήταν πολύ συχνές οι δηλητηριώδεις επιθέσεις κατά της «φιλοσοφίας» που εκτοξεύονταν στο δεύτερο μισό του 18ου αιώνα, από τους «αντι-φιλοσόφους» του αντι-Διαφωτισμού. Ως παράδειγμα του ύφους αναφέρονται δύο σύντομα αποσπάσματα.

Ο Γάλλος Josef de Maistre, φιλόσοφος, συγγραφέας, δικηγόρος, διπλωμάτης, αλλά και Ελευθεροτέκτων (1774) έγραψε:

 …«Οι τρελοί philosophes είναι ένοχοι της σατανικής αμαρτίας της υπερηφάνειας που επιχειρεί να θέσει τον άνθρωπο στη θέση του Θεού, να μετατρέψει την υποτιθέμενη ανθρώπινη σοφία σε οδηγό του σύμπαντος»…

O επίσης Τέκτων Saint-Martin στο βιβλίο του «Des Erreurs et de la Vérité» (Τα Ψέματα και η Αλήθεια – εκδ. 1775) προτείνει ως ιδανική μία θεοκρατική κοινωνία διοικούμενη από ανθρώπους επιλεγμένους από το Θεό. Καταγγέλλει τους υλιστές των οποίων το σύστημα «κατεβάζει τα ανθρώπινα όντα σε επίπεδο χαμηλότερο απ’ αυτό των ζώων» και ισχυρίζεται ότι μια θεοκρατική μοναρχία είναι ο μόνος τρόπος να φέρουμε στη παρούσα χρονική στιγμή «τις λειτουργίες ενός αληθινού και άπειρου Θείου Όντος».

Αξίζει να αναφερθεί το γεγονός ότι οι υπερσυντηρητικές, προσκείμενες στη θεσμική εκκλησία, δυνάμεις διαστρέβλωσαν ακόμα και την Τεκτονική διδασκαλία και κατάφεραν να αποκτήσουν τους δικούς τους «τρεις αχρείους» και αδίστακτους εχθρούς «του θρόνου και του βωμού»: τους Διαφωτιστές Φιλοσόφους, τους οποίους αποκάλεσαν «σοφιστές του ψεύδους και της αθεας», τους Ελευθεροτέκτονες στους οποίους απέδωσαν τον τίτλο «σοφιστές της εξέγερσης». και τους Illuminati της Βαυαρίας, τους οποίους χαρακτήρισαν «σοφιστές της αναρχίας»!

Επιστρέφοντας και πάλι στο χώρο του Διαφωτισμού θα πρέπει να αναφέρουμε ότι δεν ήταν ένα ομοιογενές κίνημα και δεν είχε την ίδια σημασία σε όλη την Ευρώπη. Συχνά συνοδευόταν και από μια συγκεκριμένη τοπική χροιά καθώς μεταξύ των διαφόρων χωρών οι στάσεις ζωής, οι Αξίες και τα πολιτισμικά πρότυπα ήταν και συνεχίζουν να είναι, αρκετά ανομοιόμορφα. Για παράδειγμα στη Γαλλία ο Διαφωτισμός συχνά συσχετίζονταν με αντικυβερνητικές και αντιεκκλησιαστικές δυνάμεις, παίρνοντας πολλές φορές αντικληρικαλιστικό ακόμη και αντιθρησκευτικό χαρακτήρα. Από την άλλη πλευρά της Μάγχης, η άνθηση της Βρετανικής αυτοκρατορίας, η αυξημένη στρατιωτική ισχύς, η ασύγκριτη οικονομική ανωτερότητα, ο συντηρητισμός της κοινωνίας, η αποδοχή και ο θαυμασμός των ευγενών από τους αστούς και η αυταρέσκεια που πήγαζε από τα ειδικά χαρακτηριστικά της μοναρχίας και του πολιτεύματός της, είχαν ως αποτέλεσμα μία συντηρητική πνευματική ζωή και Διαφωτιστικό κίνημα. Στη Γερμανία και την Αυστρία με τα ιδιαίτερα εθνικιστικά χαρακτηριστικά και τον μονολιθικό τρόπο σκέψης, υπήρξε μία πλειοψηφική τάση στο Διαφωτιστικό κίνημα η οποία ποτέ δεν συμπορεύτηκε πλήρως με τον οικουμενικό Γαλλικό Διαφωτισμό, αλλά μέσα από τον έμφυτο Γερμανικό συντηρητισμό διατήρησε το σεβασμό προς τις Γερμανικές παραδόσεις και έθιμα, χωρίς να είναι ενάντια στην κυβέρνηση ή την εκκλησία. Οι άνθρωποι αυτής της τάσης  θα μπορούσαν να έλκονται από την μυστικιστική και απόκρυφη γνώση, θεωρώντας τες μέρος της Γερμανικής πνευματικής κληρονομιάς και ταυτόχρονα να θεωρούνται οπαδοί του Διαφωτισμού. Παρομοίως και οι αντιδράσεις των διαφόρων κυβερνήσεων διέφεραν κατά πολύ, καθώς στη Γαλλία η κυβέρνηση ήταν γενικώς εχθρική, ενώ στη Βρετανία και τις Γερμανόφωνες χώρες οι κυβερνήσεις ήταν σχετικά αδιάφορες.

Είναι φανερό, όπως πρωτοδιατυπώθηκε το 1981 από την καθηγήτρια ιστορίας Μ. Jacob, ότι μεσούντος του Διαφωτισμού εμφανίστηκαν δύο ποιοτικά διακριτές μορφές του κινήματος τις οποίες οι σύγχρονοι ιστορικοί και κοινωνιολόγοι ονομάζουν πλέον την μεν πρώτη Μετριοπαθή ή Συντηρητικό Διαφωτισμό, ενώ τη δεύτερη Ριζοσπαστικό Διαφωτισμό. Μόνο τις τελευταίες δεκαετίες οι ιστορικοί έχουν αποκτήσει γενικότερα πλήρη επίγνωση του τεράστιου χάσματος μεταξύ των δύο πλευρών του Διαφωτισμού, ή καλύτερα των δύο αντιμαχόμενων Διαφωτισμών που πολέμησαν για τη σκέψη και τη ψυχή της Ευρώπης. Η κατανόηση και αποδοχή των δύο Διαφωτιστικών ρευμάτων είναι αναπόφευκτα απαραίτητη για την οποιαδήποτε έγκυρη συζήτηση για τον Διαφωτισμό. Οποιαδήποτε συζήτηση για το Διαφωτισμό, ή ακόμα και για τις επαναστάσεις που τον ακολούθησαν, που δεν περιστρέφεται γύρω από αυτές τις γενικές κατηγορίες δεν μπορεί να έχει καμία εγκυρότητα ή βάθος τόσο φιλοσοφικά, όσο και ιστορικά.

Διακινδυνεύοντας μια προσωπική εκτίμηση θα έλεγα ότι η έλλειψη ομοφωνίας και η ύπαρξη δύο διαφορετικών ιδεολογικών στρατοπέδων εντός του Διαφωτισμού δίνει απαντήσεις στα ερωτήματα και τους προβληματισμούς που έθεσε μεταπολεμικά για το κίνημα, η φιλοσοφική «Σχολή της Frankfurt». Όμως αυτό είναι ένα τεράστιο θέμα που ξεφεύγει από το αντικείμενο του παρόντος δοκιμίου και δεν μπορεί να αναλυθεί εδώ.

Ο Μετριοπαθής Διαφωτισμός ήταν το κυρίαρχο πλειοψηφικό ρεύμα και λειτούργησε ως ο φορέας των μετριοπαθών και των συντηρητικών τάσεων του Διαφωτισμού σε όλη την Ευρώπη. Η κύρια έμφαση σε αυτή τη φιλοσοφική γραμμή δόθηκε στην αναζήτηση τρόπων συμφιλίωσης της λογικής με την πίστη, της καινοτομίας με την παράδοση, καθώς και της ατομικής ελευθερίας της σκέψης με  την αυθεντία. Μη θέλοντας να υπερβεί τα εσκαμμένα, στο θέμα της θρησκείας πρότεινε τον Θεϊσμό (Theism) και το Ντεϊσμό (Deism). Ενώ για ορισμένους εκπροσώπους αυτού του ρεύματος η ελευθερία της έκφρασης είχε όρια με τον τελευταίο λόγο να έχει πάντα ο μονάρχης. Δεν απέρριπτε τη μοναρχία και πρότεινε ως ιδανικό πολιτικό θεσμό την Πεφωτισμένη Δεσποτεία. Σε αντίθεση με τον Ριζοσπαστικό, ο Συντηρητικός Διαφωτισμός μιλούσε για γνώση χωρίς να καθορίζει τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της, πράγμα που θα μπορούσε να νοηθεί ως στείρα εκπαίδευση, η οποία οδηγεί με τη σειρά της σε μη-πεφωτισμένη «ξύλινη πολυμάθεια» χωρίς κριτική σκέψη. Ταυτόχρονα υποστήριζε ότι η γνώση δεν ήταν για όλους – για παράδειγμα τα χαμηλά κοινωνικά στρώματα – με αποτέλεσμα να προτείνει στην ουσία μία κοινωνία δύο ταχυτήτων. Το πνεύμα του Μετριοπαθούς Διαφωτισμού διατυπώνεται ξεκάθαρα στη κυνική ρήση που αποδίδεται στον Friedrich II τον Μεγάλο της Πρωσίας: 

«Έχω συνάψει μία συμφωνία με τους υπηκόους μου: θα μπορούν να λένε ό,τι θέλουν, αλλά θα κάνουν ό,τι θέλω εγώ»

Οι φιλόσοφοι Locke, Newton, Montesquieu, Voltaire, Smith, Hume και Kant, υπήρξαν στυλοβάτες του Συντηρητικού Διαφωτισμού.

Την έννοια του «Ριζοσπαστικού Διαφωτισμού» οφείλουμε ουσιαστικά, όπως προαναφέρθηκε, στην καθηγήτρια ιστορίας Margaret Jacob η οποία με τη δημοσίευση της πρωτοποριακής μελέτης της «The Radical Enlightenment: Pantheists, Freemasons and Republicans» (1981) και στη συνέχεια «Living the Enlightenment - Freemasonry and Politics in Eighteenth Century Europe» (1991) έδωσε το όνομα σε αυτό τον κλάδο του Διαφωτισμού και άνοιξε το δρόμο για την έρευνά του. Την ακολούθησε το 2000 ο επίσης έγκριτος καθηγητής ιστορίας J. Israel. Οι δύο ακαδημαϊκοί, ενώ συμφωνούν στην ύπαρξή των δύο ρευμάτων, διαφωνούν ως προς τις πηγές γέννησης του Ευρωπαϊκού Ριζοσπαστικού κινήματος με τη Jacob να δίνει έμφαση στο κοινωνικό φαινόμενο του Ελευθεροτεκτονισμού και τον Israel να αποδίδει πολύ μεγάλη σημασία στη σκέψη του Spinoza και κατά συνέπεια να θεωρεί ως «ριζοσπαστικούς» όλους τους στοχαστές που επηρεάστηκαν από τις ιδέες του.

Παρενθετικά να σημειωθεί ότι για αδιευκρίνιστους λόγους ο Ριζοσπαστικός Διαφωτισμός κατά γενικό κανόνα – με κάποιες λίγες φωτεινές εξαιρέσεις - είχε παραμεληθεί από τους μελετητές του Διαφωτισμού στη χώρα μας και μόνο τα τελευταία χρόνια εξετάζεται πιο προσεκτικά.

Ο Ριζοσπαστικός Διαφωτισμός που χαρακτηρίστηκε από μία φανερή Γαλλική πνευματική ηγεμονία, με την Ολλανδία να τάσσεται στο ίδιο στρατόπεδο, υπήρξε ένα πολύπλευρο και πολύπλοκο πνευματικό φαινόμενο το οποίο, όπως αναφέρθηκε και στην αρχή, θα εξετάσουμε σε πολύ αδρές γραμμές.

Στη Γαλλία τουλάχιστον ο Ριζοσπαστικός Διαφωτισμός κυριάρχησε στην πνευματική ζωή της χώρας για περίπου μισό αιώνα από τα μέσα της δεκαετίας του 1740 έως τη Γαλλική Επανάσταση. Σε άλλες περιοχές της Ευρώπης ήταν γενικά ένα κρυφό και απαγορευμένο, υπό καταδίωξη και υπό καταστολή κίνημα, τόσο από τις κοσμικές, όσο και από τις - ανεξαρτήτως Χριστιανικού δόγματος - εκκλησιαστικές αρχές.


Μία εικόνα που αποδεικνύει τη στενή σχέση Ριζοσπαστικού Διαφωτισμού και ουμανιστικού Ελευθεροτεκτονισμού. Η σελίδα τίτλου του πρώτου τόμου της πρώτης έκδοσης (1751) της Γαλλικής «Εγκυκλοπαίδειας ή Ταξινομημένου Λεξικού των Επιστημών των Τεχνών και των Επαγγελμάτων» (Encyclopédie, ou Dictionnaire Raisonné des Sciences, des Arts et des Métiers). Η Εγκυκλοπαίδεια υπήρξε το εμβληματικό έργο του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού και σύμφωνα με τον Denis Diderot σκοπός της ήταν «να αλλάξει τον τρόπο που σκέπτονταν οι άνθρωποι». Το Βατικανό την κατέταξε στον κατάλογο των απαγορευμένων βιβλίων διότι προωθούσε «επικίνδυνες» ιδέες όπως η ελευθερία της σκέψεως και η θρησκευτική ανοχή (Το Βατικανό ακολούθησε και η Ορθόδοξη εκκλησία). Από πολλούς διανοητές χαρακτηρίστηκε ως «πολιτικό όπλο». Στην εικόνα κάτω από τον τίτλο, ο Διαφωτισμός (ορθολογισμός – Γνώσις - Αλήθεια) στέκεται (πατά-στηρίζεται) επάνω σε Ελευθεροτεκτονικά Σύμβολα. Εύκολα διακρίνονται: ο Γνώμονας, ο Διαβήτης, ο Κανόνας, το Αλφάδι, η Σφύρα, η Ράβδος του Τελετάρχη, κλπ


Ο Ριζοσπαστικός Διαφωτισμός παρουσίαζε ένα δυναμικό κοσμοπολίτικο χαρακτήρα ώστε να παραγνωρίζει τις ιδιαιτερότητες των τοπικών εθνικών πλαισίων και να θεωρεί τον Άνθρωπο πολίτη του κόσμου. Δεν ήταν ούτε ένα περιθωριακό, αλλά ούτε και το κυρίαρχο ιδεολογικό ρεύμα του Διαφωτισμού, αλλά μάλλον η «άλλη πλευρά του νομίσματος». Θα μπορούσαμε να το χαρακτηρίσουμε ως μία πολύ ισχυρή μειοψηφία. Ένα εγγενές και απόλυτο αντίθετο, πάντα παρόν και πάντα βασικό για το Διαφωτισμό στο σύνολό του. Το πιο ουσιαστικό στοιχείο στο «κίνημα» του Ριζοσπαστικού Διαφωτισμού είναι η ορθολογική σύγκρουσή του τόσο με την ιδεολογική υπεράσπιση της μοναρχίας, της αριστοκρατίας και της εκκλησιαστικής εξουσίας, όσο και με την υπεράσπιση της «Πεφωτισμένης Δεσποτείας». Οι τυπικές «νεωτερικές» Αξίες όπως η αβασίλευτη Δημοκρατία, η κοινωνική και φυλετική ισότητα, η αμφισβήτηση της εξουσίας του άνδρα πάνω στη γυναίκα, η ατομική ελευθερία, η ηθική αυτονομία πέρα από επιταγές θρησκείας, η πλήρης ανεξιθρησκεία, η πλήρης εκκοσμίκευση παιδείας και κράτους, η ελευθερία συνείδησης και έκφρασης, τα Ανθρώπινα Δικαιώματα και τελικά ο Άνθρωπος ως ενεργός πολίτης και όχι ως υπήκοος, σχημάτιζαν ένα σφιχτοδεμένο σύνολο ζητουμένων. Ιδέες που χαρακτηρίζονταν από την τάση να είναι «ανατρεπτικές». Ταυτόχρονα ο Ριζοσπαστικός Διαφωτισμός καθόριζε ποιοτικά τη γνώση. Μιλούσε πλέον για σφαιρική γνώση – προσβάσιμη σε όλο τον κόσμο – βασισμένη στη κριτική σκέψη και όχι για μια παραδοσιακή «ξύλινη» γνώση βασισμένη στη απομνημόνευση.

Απόστολοι του Ριζοσπαστικού Διαφωτιστικού κλάδου θεωρούνται οι Bayle, Rousseau, Diderot, Helvétius, d'Alembert, d'Holbach, Wieland, Raynal, von Born και Lessing.



Προμετωπίδα του βιβλίου: «Beytrag zur neuesten Geschichte des Freymaurerordens in neun Gesprächen» («Αναφορά στην Σύγχρονη Ιστορία του Ελευθεροτεκτονικού Τάγματος σε Εννέα Διαλόγους») του Adolph Knigge, έκδοση 1787. Στην εικόνα παρουσιάζονται οι διάφοροι Τεκτονικοί κλάδοι. (Αρχείο Ν. Καλλιπολίτη)


Όπως ήδη έχουμε παραδεχθεί στην αρχή του παρόντος ο Ελευθεροτεκτονισμός δεν λειτούργησε, αυτόνομα έξω από την κοινωνία και την εποχή του, αλλά η σκέψη και η δράση του είναι επιγέννημα των προηγούμενων και συγχρόνων του πνευματικών, πολιτισμικών και κοινωνικών καταστάσεων. Έτσι κατά τη διάρκεια του δεύτερου μισού του 18ου αιώνα (1740-89), ήταν λογικό επακόλουθο ο σχηματισμός στην Ηπειρωτική Ευρώπη, δύο διαμετρικά αντίθετων φιλοσοφικών Τεκτονικών ρευμάτων. Ένα συντηρητικό θεοκεντρικό, ή ακόμα μερικές φορές και χριστιανοκεντρικό, που πατούσε πάνω στο Μετριοπαθή Διαφωτισμό - και σε ακραίες περιπτώσεις στον αντι-Διαφωτισμό - και ένα δεύτερο φιλελεύθερο, προοδευτικό και ανθρωποκεντρικό, που βασιζόταν στέρεα στις Αρχές του Ριζοσπαστικού Διαφωτισμού.

Ο Συντηρητικός-Παραδοσιακός Τεκτονισμός της Ηπειρωτικής Ευρώπης, ιδεολογικά συγγενής και θεμελιωμένος κυρίως πάνω στο Μετριοπαθή Διαφωτισμό, υπήρξε το πλειοψηφικό ρεύμα της εποχής που συζητούμε. Αναζητούσε την απόκρυφη γνώση και κατά κανόνα ήταν προσκολλημένος σε φανταστικούς ιδρυτικούς μύθους και ψευδοϊστορικά γεγονότα. Δημιουργούσε συστήματα «ανώτερων βαθμών» με φαντασμαγορικά τυπικά που υπόσχονταν την αποκάλυψη ανύπαρκτων μυστικών και απόκρυφων γνώσεων. Τα συστήματα «ανώτερων βαθμών», τα οποία καλλιεργήθηκαν και άνθισαν το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα στην Ευρώπη, απευθύνθηκαν στην αριστοκρατία - και τους δορυφόρους της - διότι της επέτρεπαν να αναπαράγει την κοινωνική της υπεροχή μέσα στον Ελευθεροτεκτονισμό. Ως βάση χρησιμοποιήθηκε μία νέα φανταστική «αριστοκρατική» γενεαλογία η οποία συνέδεε τον Ελευθεροτεκτονισμό με τους Ιππότες του Ναού, τους μυστηριώδεις Ροδόσταυρους, την αρχαία Αίγυπτο, Βυζαντινές μυστικές αδελφότητες, ή και όλα μαζί σε συνδυασμό. Αυτή η γραμμή διαδοχής αντικατέστησε την παραδοσιακή θεωρία καταγωγής του Τεκτονισμού από τη συντεχνία των πληβείων οικοδόμων και των φτωχών εργατών της πέτρας. Με τον τρόπο αυτό η τάξη των ευγενών εισήγαγε ιεραρχικές και ελιτίστικες Αρχές που της ήταν οικίες, ενώ ταυτόχρονα ήταν απολύτως ξένες με την αυθεντική αρχική Ελευθεροτεκτονική ουμανιστική ιδεολογία και πρακτική. Το αποτέλεσμα ήταν οι ταξικές διαφορές των μελών των Τεκτονικών Στοών να μη καταργούνται αλλά να εκφράζονται πλέον με Τεκτονικούς όρους.


Σπάνια Γερμανική γκραβούρα των τελών του 18ου αιώνα (Εμφανίζεται για πρώτη φορά στο Ελληνικό κοινό). Υποψήφιος Τέκτων εξετάζεται για την καταλληλότητά του με σκοπό την εισδοχή του σε Στοά  "ανωτέρων βαθμών" με αποκρυφιστικό προσανατολισμό. Στα ράφια εικονίζονται αλχημικά εργαλεία. (Αρχείο Ν. Καλλιπολίτη)

Συχνά η καλλιέργεια ανύπαρκτου μυστηρίου καθώς και η άσκηση υπέρμετρης μυστικότητας, γινόταν αυτοσκοπός. Όπως προαναφέρθηκε είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι στις τάξεις του εντάχθηκαν συντηρητικά στοιχεία ακόμα και οπαδοί του αντί-Διαφωτισμού και του «Παλαιού Καθεστώτος» (Ancien Régime) και συγχρόνως με τον αποκρυφιστικό χαρακτήρα του επέτρεψε τη διείσδυση στους Τεκτονικούς κύκλους, δήθεν αλχημιστών, μάγων, πνευματιστών, «αθανάτων» και κάθε λογής τσαρλατάνων, απατεώνων, καιροσκόπων και τυχοδιωκτών, που θέλησαν να ωφεληθούν από τα πορτοφόλια των αφελών Τεκτόνων. Δυστυχώς τα ονόματα αυτών των τυχάρπαστων αμαυρώνουν έως σήμερα το όνομα του πραγματικού Ελευθεροτεκτονισμού και δίνουν επιχειρήματα στους εχθρούς του. Δεν θα είμαστε μακριά από την πραγματικότητα εάν λέγαμε ότι αυτός ήταν ένας ειρηνικός, θεσμοθετημένος, κοινωνικά αντιδραστικός Τεκτονισμός, που κομπολογούσε την ύπαρξή του ήρεμα σε χώρες όπου πολύ συχνά οι βασιλείς ηγούνταν των Ταγμάτων. Ένας Τεκτονισμός συντηρητικός, εσωστρεφής, επικεντρωμένος σε ηθικές, απλοϊκές, εύπεπτες και εν πολλοίς ανώδυνες, φιλοσοφικές αναζητήσεις. Ένας Τεκτονισμός που συνέδεε την ηθική με την πίστη στο θεό και τη θρησκεία, σε αρκετές περιπτώσεις χριστιανοκεντρικός και  αντισημιτικός. Για παράδειγμα ο καταστατικός χάρτης του Τάγματος της Αυστηρής Ναϊτικής Τήρησης την περίοδο 1760-80 ανέφερε:

...«Μόνο ένας Χριστιανός είναι κατάλληλος προς ένταξη στο Σεβαστό Τάγμα μας. Σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να γίνουν δεκτοί οι Εβραίοι, οι Μουσουλμάνοι, και οι Παγανιστές. Οι Στοές οι οποίες έχουν αποδεχθεί κάποιον από αυτούς στο πλήρωμά τους, δείχνουν σαφώς με την πράξη τους ότι δεν έχουν καμία γνώση της φύσης του Ελευθεροτεκτονισμού.»... 

Επίσης ο Βαρώνος Téodore de Tschoudy στο βιβλίο του «L'Etoile Flamboyante ou la société des Francs-Maçons considérée sous tous les aspects» έκδοση 1766 κάνει τη παρακάτω χαρακτηριστική τοποθέτηση:


...«ο Ελευθεροτεκτονισμός δεν είναι τίποτε άλλο παρά η Χριστιανική θρησκεία εκπεφρασμένη σε βαθμούς.»... 


Ο Τεκτονισμός αυτός απαγόρευε στα μέλη του κάθε συζήτηση κοινωνικοπολιτικού περιεχομένου μέσα στη Στοά και θεωρούσε πως στην ουσία δεν πρέπει να παρεμβαίνει στη διαχείριση των κοινών κατά άλλον τρόπο, παρά μόνο υπό τη μορφή δραστηριοτήτων ελεημοσύνης και αγαθοεργίας. Σε τελική ανάλυση ήταν ένας πολύχρωμος, οπερετικός, αλλά «αποστειρωμένος» Ελευθεροτεκτονισμός.

Εκτός από την αναζήτηση της «μυστικής» γνώσης, ένα άλλο σημαντικό χαρακτηριστικό άσκησε έλξη προς τα αποκρυφιστικά Τεκτονικά Τάγματα ήταν η πολιτική τους θέση. Ο χώρος τους κατά το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα, έγινε το πεδίο όπου συγκεντρώνονταν εκείνοι οι οποίοι είχαν συντηρητικές απόψεις και αντετίθεντο στις κοινωνικώς Ριζοσπαστικές, ορθολογιστικές, αντικληρικαλιστικές, υλιστικές και σε ορισμένες περιπτώσεις αντιθρησκευτικές τάσεις που αποτελούσαν σοβαρή πρόκληση στις Ευρωπαϊκές χώρες. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι οι αποκρυφιστικές Στοές ήταν ο τρόπος με τον οποίο οι αντιδραστικοί οπαδοί του αντι-Διαφωτισμού, έμπαιναν στο παιχνίδι των προοδευτικών Τεκτόνων.

Ένα ακόμα στοιχείο που γοήτευε, αναφορικά προς τις αποκρυφιστικές Στοές, ήταν η ικανότητά τους να καλύπτουν την ανάγκη των όσων ήταν μεν δυσαρεστημένοι με το νέο ορθολογισμό, αλλά αισθάνονταν ανίκανοι να ενταχθούν στην αυστηρότητα της Προτεσταντικής ορθοδοξίας ή να ενδώσουν στην Εκκλησία της Ρώμης με το δελεαστικό της τυπικό, τον μυστικισμό της και τη δογματική της αυθεντία.

Κατά συνέπεια, λοιπόν, η επιτυχία των αποκρυφιστικών Ταγμάτων οφειλόταν σε τέσσερις παράγοντες που δεν είναι άσκοπο να σημειώσουμε ότι σε μεγάλο βαθμό ισχύουν και σήμερα:

· Η αίσθηση ελίτ που προσέφεραν αφενός με την υπόσχεση μίας μυστικής και «απαγορευμένης» για τους πολλούς γνώσης, που επιφυλασσόταν για τους λίγους προνομιούχους και εκλεκτούς και αφετέρου με την απονομή «υψηλών» Βαθμών με εντυπωσιακά ονόματα.

· Η παρουσία στις τάξεις του ανώτερων ευγενών και κυρίως μελών των Δυναστικών Οίκων, λειτουργούσε ως δέλεαρ για όσους αναζητούσαν κοινωνική προβολή.

· Η λειτουργία των Ταγμάτων αυτών ως επικέντρου συντηρητικών πολιτικών απόψεων.

· Η έλξη που ασκούσαν αυτά τα Τάγματα ως θρησκευτικό υποκατάστατο λόγω της υπερβατικότητας που κυριαρχούσε στις Τεκτονικές Εργασίες.

Κάποιοι ιστορικοί, όχι άδικα, ισχυρίζονται ότι η συντηρητική κοσμοθέαση του αποκρυφιστικού Τεκτονισμού με την εμμονή της στη Θεία και κατά συνέπεια στη κοσμική τάξη, ήταν μία από τις δυνάμεις που αναμφισβήτητα συνέβαλαν πρώτα στην προετοιμασία του εδάφους για το κίνημα του Ρομαντισμού, το οποίο διαδέχθηκε τον Διαφωτισμό και κάποια χρόνια αργότερα, στη δημιουργία της αντιδραστικής Ιερής Συμμαχίας.


Η σελίδα του τίτλου από Ολλανδική Ελευθεροτεκτονική έκδοση του 1754. Στη γκραβούρα απεικονίζονται ο Λόγιος Ερμής σε συνδυασμό με την Αθηνά (Ερμαθηνά) και τις 9 Μούσες, σαφής αλληγορία της ενασχόλησης των Διαφωτιστικών Στοών με τα γράμματα, τις τέχνες και τις επιστήμες. (Αρχείο Ν. Καλλιπολίτη)

Από την άλλη πλευρά επάνω στις Αρχές του Ριζοσπαστικού Διαφωτισμού εμφανίστηκε από το 1750 και μετά, ένας Τεκτονισμός στην τελεολογία του πολιτικοποιημένος - κατά την Αριστοτέλειο προσέγγιση - περισσότερο εμπλεκόμενος στα κοινά, ο οποίος, σε αντιδιαστολή με τον παραδοσιακό-συντηρητικό, ονομάζεται Φιλελεύθερος ή ουμανιστικός. Αυτός ο Φιλελεύθερος και ανθρωποκεντρικός Τεκτονισμός - που κατά κύριο λόγο περιοριζόταν μόνο στους τρεις πρώτους αυθεντικούς Συμβολικούς Ελευθεροτεκτονικούς βαθμούς - διακρινόταν από τον Συντηρητικό λόγω των διαφορετικών σκοπών που επεδίωκε. Η ηθική μεταμόρφωση του ατόμου δεν ήταν πλέον το μόνο ζητούμενο με τη πρακτική του Τεκτονικού βίου και η «λάξευση του ακατέργαστου λίθου» ήταν το πρώτο βήμα σε ένα μακρύ δρόμο. Φιλοδοξία του ήταν ο μετασχηματισμός, η τροποποίηση και τελικά η βελτίωση, ολόκληρης της ανθρώπινης κοινωνίας, με τελικό στόχο «την ευτυχία ολόκληρης της Ανθρωπότητας». Για να γίνει αυτό, ο σε συνδυασμό με το κοινωνικό φαινόμενο του Ελευθεροτεκτονισμού αυτός χώρος θεωρούσε πως τα «κοσμικά θέματα» που αφορούν στην κοινωνική και πολιτική ζωή των χωρών όπου δραστηριοποιείται πρέπει να εξετάζονται και να συζητούνται στις Στοές. Πέρα από τη βούληση για επικράτηση των Τεκτονικών Αρχών Ελευθερίας, Ισότητας, Δικαιοσύνης και Προόδου, τόσο σε ατομικό επίπεδο, όσο και καθολικά στη κοινωνία, ήταν η βούληση για εκκοσμίκευση, η οποία σε κάποιες ακραίες περιπτώσεις πήρε τη μορφή του αντικληρικαλισμού και του αντιθρησκευτισμού. Βασικό φιλοσοφικό χαρακτηριστικό του ήταν η αποδέσμευση της ηθικής από τη θρησκεία. Ο Φιλελεύθερος Τεκτονισμός εκτιμούσε πως το Τεκτονικό ιδεώδες όφειλε να εξελίσσεται, να εκκοσμικεύεται, να έχει κοινωνική ευθύνη και να αποδέχεται το σύγχρονο χαρακτήρα της Ανθρώπινης υπόστασης μέσω πολιτικής σκέψης και δράσης. Τόσο η διδασκαλία, όσο και η ιδεολογία του, εστιαζόταν στον Άνθρωπο όχι ως υπήκοο, αλλά ως αυτόνομο Ανθρώπινο ον και ενεργό πολίτη. Η τοποθέτηση αυτή στην πραγματικότητα, παρουσίαζε μια άκρως πολιτική, ακόμα και επαναστατική ιδεολογική επίθεση στα απολυταρχικά καθεστώτα. Με δεδομένες αυτές τις θέσεις είναι λογικό επακόλουθο το γεγονός ότι συγχρωτιζόταν με Δημοκρατικές και αντι-μοναρχικές πολιτικές δυνάμεις της εποχής, που σήμερα θα τοποθετούσαμε από το κέντρο μέχρι την άκρα αριστερά της πολιτικής σκακιέρας.

Σε κάποιες περιπτώσεις οι ουμανιστικές Στοές συνένωναν δύο λειτουργίες. Εκείνη της Ελευθεροτεκτονικής Στοάς και εκείνη της επιστημονικής ακαδημίας. Αποτέλεσαν μέρος της «Δημοκρατίας των Γραμμάτων» («République des Lettres») και ήταν χώροι που οδηγούσαν σε λέσχες ανάγνωσης, σε επικοινωνία με λόγιους, σε εκδόσεις βιβλίων και σε συντακτικές επιτροπές περιοδικών. Έτσι αυτού του είδους οι Στοές αναδείχτηκαν σε κέντρα πνευματικής ελίτ και συνέβαλλαν δραστικά στη μετάβαση προς τη νεωτερική κοινωνία της πληροφόρησης. Μερικά χαρακτηριστικά παραδείγματα τέτοιων Στοών της εξεταζόμενης περιόδου ήταν η «Zu den drei Zirkeln» (Οι Τρεις Διαβήτες) στο Stettin της Γερμανίας (σήμερα Πολωνία), η «Les Neuf Soeurs» («Οι Εννέα Αδελφές» – αλληγορία των εννέα μουσών) στο Παρίσι, γνωστή και με το προσωνύμιο «Η Στοά των Φιλοσόφων» και η Στοά «Zur Wahren Eintracht» («Ειλικρινής Ομόνοια») στη Vienna.


Το έμβλημα (1760) της ουμανιστικής Ελευθεροτεκτονικής Στοάς «Zu den drei Zirkeln» (Οι Τρεις Διαβήτες) στο Stettin της Γερμανίας (σήμερα Πολωνία). Τα μουσικά όργανα, το βιβλίο, τα σχέδια, η προτομή, καθώς και η παλέτα μαζί με τα πινέλα, φανερώνουν τον προσανατολισμό της Στοάς στα γράμματα και τις καλές τέχνες. Στην διάρκεια της λειτουργίας της η Στοά προσομοίαζε με μία λόγια Ακαδημία.

Το έμβλημα (1776) της ανθρωποκεντρικής Ελευθεροτεκτονικής Στοάς «Les Neuf Soeurs» («Οι Εννέα Αδελφές» – αλληγορία των εννέα μουσών) στο Παρίσι. Η Στοά ήταν γνωστή και με το προσωνύμιο «Η Στοά των Φιλοσόφων»  διότι τα μέλη της αποτελούντο από ανθρώπους των επιστημών, των γραμμάτων και των τεχνών. Μέλη, μεταξύ άλλων, ήταν οι Helvetius, J. Lalande, T. Jefferson, Voltaire, J. Montgolfier, J. Brissot, B. Franklin κ.α. Στο έμβλημα της Στοάς απεικονίζονται οι εννέα μούσες – αλληγορία των επιστημών, γραμμάτων και τεχνών -  να λαξεύουν στον «ακατέργαστο λίθο» το «Ναό της Αρετής»


Δεν πρέπει να παραλείψουμε να αναφέρουμε ότι στα μάτια των φιλελεύθερων Τεκτόνων ο συντηρητικός-αποκρυφιστικός κλάδος έγινε η επιτομή του σκοταδισμού, της δεισιδαιμονίας και της αντίδρασης.

Όμως παρά την ενεργό συμμετοχή στο Τεκτονικό γίγνεσθαι του 18ου αιώνα και την στελέχωσή του από πνευματικές μορφές της εποχής, ο ουμανιστικός Ελευθεροτεκτονισμός παρουσίαζε ένα μεγάλο µειονέκτηµα έναντι του Παραδοσιακού αδελφού ρεύματος. Δεν είχε να παρουσιάσει ένα κείμενο – μία ιδεολογική βίβλο – που να τεκμηριώνει μέσα από την Ελευθεροτεκτονική σκέψη τις θέσεις του. Οι θέσεις του αρχικά βασίζονταν σε προσωπικές απόψεις ανεξάρτητων Αδελφών και στις απόψεις των «Φιλοσόφων» της εποχής που πρόσκειντο στον Ριζοσπαστικό Διαφωτισμό, όχι όμως σε Ελευθεροτεκτονικά γραπτά. Την έλλειψη αυτή κάλυψε πρώτος το 1778 ο Gotthold Ephraim Lessing με την έκδοση του «Διάλογοι για Ελευθεροτέκτονες», ενός βιβλίου που πυροδότησε μια αλυσίδα γεγονότων και κινήσεων που οδήγησαν στην μεταρρύθμιση του θεσμικού Τεκτονισμού της εποχής του και χαρακτηρίστηκε: «Το κλασικό ιδρυτικό κείμενο του σύγχρονου Ελευθεροτεκτονισμού» (Emil Rittershaus – Γερμανός λογοτέχνης και ποιητής, γνωστός στους Ελευθεροτεκτονικούς κύκλους και ως “ο ποιητής του Ελευθεροτεκτονισμού”), «Το αριστούργημα της παγκόσμιας Τεκτονικής λογοτεχνίας και ένα κείμενο σταθμός στην Ιστορία της πολιτικής φιλοσοφίας.» (Ίων Ξ. Κοντιάδης – Νομικός, Πολιτειολόγος), «Το ευαγγέλιο του αληθινού Ελευθεροτεκτονισμού» (Wolfgang Stammberger - έγκριτος Γερμανός Νομικός, Πολιτειολόγος και Υπουργός Δικαιοσύνης στη κυβέρνηση Adenauer). Λίγο αργότερα τα βήματα του Lessing ακολούθησαν και άλλοι Ελευθεροτέκτονες στοχαστές ώστε σήμερα να έχουμε στα χέρια μας μια πλούσια βιβλιογραφία που τεκμηριώνει με απόλυτα Ελευθεροτεκτονικά επιχειρήματα τις Αρχές και τις θέσεις του Φιλελεύθερου Τεκτονισμού.



«Ο Φιλοσοφικός Έρως "κρούει κανονικώς" τη θύρα του Ναού» (Γκραβούρα από βιβλίο του 1753 ) . Ο Έρως ταυτίζεται με την Φιλοσοφία. Αντικειμενικός σκοπός του Έρωτα είναι η δημιουργία, το γέννημα πνευματικών Έργων. Ο Φιλοσοφικός Έρως αποζητάει τη Γνώση, την Αλήθεια και τη Δικαιοσύνη, προχωρεί σε ανώτερες σφαίρες, στις όμορφες πράξεις και γνώσεις, δηλαδή στο Αγαθό και στο Αληθές και τελικά καταλήγει στην ιδέα του Κάλλους, την καθαρή ομορφιά. (Αρχείο Ν. Καλλιπολίτη)




Τα δύο ρεύματα του Ελευθεροτεκτονισμού, στα οποία αναφερθήκαμε, σε ολόκληρη την Ηπειρωτική Ευρώπη, συσχετίστηκαν με διαφορετικές πολιτικές απόψεις αντίστοιχες με αυτές της κοινωνίας. Από τη μία πλευρά, βρισκόταν η κοσμοπολιτική τάση που υποστήριζε την Ισότητα και ήταν στενά συνδεδεμένη με τον Ριζοσπαστικό Διαφωτισμό. Η προοδευτική αυτή πτέρυγα του Ελευθεροτεκτονισμού, στη πιό αντιπροσωπευτική μορφή της, εκπροσωπήθηκε από το Τάγμα που δημιούργησε ο Α. Weishaupt, τους Illuminati. Λίγο αργότερα ακολούθησαν τα μεταρρυθμιστικά τυπικά των Fessler, Schröder και τα τυπικά της Μεγάλης Ανατολής της Γαλλίας. Από την άλλη πλευρά και σε αντίθεση με αυτό το ρεύμα Ελευθεροτεκτονισμού υπήρχε η θεοσοφική, μυστικιστική θεώρηση που συμβάδιζε με την ακραία πτέρυγα του Μετριοπαθούς Διαφωτισμού και τον αντι-Διαφωτισμό και έδινε έμφαση στους «ανώτερους βαθμούς» και τα περίπλοκα Τυπικά, τον εθνικισμό, στην ιεραρχία, τη θρησκεία και τη μυστική υπερβατική γνώση.


Είναι αλήθεια ότι το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα, χαρακτηρίζεται από μια αυξανόμενη πόλωση μεταξύ αυτών των δύο αντίθετων ιδεολογικών ρευμάτων. Για τις ανάγκες του κειμένου χρησιμοποιήθηκαν αδρές περιγραφές οι οποίες μπορεί να οδηγήσουν στο συμπέρασμα ότι οι Στοές ήταν περιχαρακωμένες είχαν παγιωμένη θέση υπέρ του ενός ή του άλλου ιδεολογικού στρατοπέδου. Παρά το πολύ υψηλό ποσοστό συμμετοχής ευγενών στις Στοές θα ήταν υπεραπλουστευτικό να προσπαθήσουμε να διακρίνουμε εδώ ανάμεσα σε ένα «αστικό» και ένα «αριστοκρατικό» ρεύμα του Ελευθεροτεκτονισμού. Πολλοί «ανώτεροι» βαθμοί δημιούργησαν μια αριστοκρατική και μυστικιστική τάση, η οποία έγινε, λίγο-πολύ, μόδα. Από την άλλη πλευρά κάποιοι ακραίοι υπερέβαλαν τη σημασία του Διαφωτισμού κάνοντάς τον να προσομοιάζει με θρησκεία. Το μείγμα αριστοκρατικών και αστικών πρακτικών και συμπεριφορών είναι αξιοσημείωτο. Ήταν τελικά ζήτημα κοινωνικής τάξης; Κατά τη γνώμη των περισσότερων ερευνητών ήταν περισσότερο διαφορά ιδεολογίας και τρόπου σκέψης. Είχε μεν άμεση σχέση με τη ταξική συνείδηση χωρίς όμως να ταυτίζεται απόλυτα με αυτή, καθώς στις τάξεις των υπερσυντηρητικών εντάσσονταν, με την ελπίδα του όποιου οφέλους,  αρκετά άτομα που δεν άνηκαν στις κυρίαρχες κοινωνικές τάξεις. Έτσι βλέπουμε ότι τα πράγματα ήταν στη πραγματικότητα πιο ρευστά. Για να γίνει αυτό κατανοητό ας δούμε ένα παράδειγμα από τη Γερμανία.

Αρχικά πριν δούμε το παράδειγμα να αναφέρουμε, κάνοντας μια σύντομη και σε γενικές γραμμές κοινωνιολογική ανάλυση, ότι κατά τη διάρκεια του 18ου αιώνα τις Γερμανικές Ελευθεροτεκτονικές Στοές στελέχωναν αφενός αριστοκράτες, και αφετέρου μέλη εκείνων των επαγγελματικών ομάδων που κατατάχθηκαν, με κοινωνικο-ιστορικούς όρους, στην «νεο-αστική τάξη»: πλούσιοι έμποροι, ιδιοκτήτες εργοστασίων, τραπεζίτες, δημόσιοι υπάλληλοι, δικηγόροι, καλλιτέχνες, ιατροί, εκπαιδευτικοί, άνθρωποι των γραμμάτων, ακόμα και θεολόγοι ή κληρικοί. Πολύτιμα στοιχεία για τη κοινωνική διαστρωμάτωση των Στοών αντλούμε από δύο πηγές. Το βιβλίο επιμέλειας του καθηγητού πολιτικής φιλοσοφίας Dr. Helmut Reinalter: «Aufklärung und Geheimgesellschaften: Zur politischen Funktion und Sozialstruktur der Freimaurerlogen im 18. Jahrhundert» συλλογικό έργο, εκδόσεις Oldenbourg Wissenschaftsverlag (1989) («Διαφωτισμός και Μυστικές Εταιρίες: Σχετικά με την πολιτική λειτουργία και την κοινωνική δομή των Ελευθεροτεκτονικών Στοών τον 18ο αιώνα») και από «Gotha Illuminati Research Base Team», πρόγραμμα του «Gotha Research Centre» του πανεπιστημίου Erfurt στη Γερμανία. Σε αυτές τις πηγές ανακαλύπτουμε ότι, σε εθνικό επίπεδο, το ποσοστό των ευγενών στις Στοές υπερέβαινε το αντίστοιχο μέσα στην κοινωνία. Πιο αναλυτικά, συνολικά στις Γερμανόφωνες Στοές του 18ου αιώνα οι ευγενείς συμμετείχαν σε ποσοστό περίπου 30-40%, οι στρατιωτικοί 20%, δημόσιοι υπάλληλοι 20%, έμποροι και βιοτέχνες 8%, ενώ το απομένον 12% μοιραζόταν στα υπόλοιπα επαγγέλματα. Όμως αυτά τα γενικά, εθνικά, ποσοστά μπορούσαν να διαφέρουν σε τοπικό επίπεδο. Στις πρωτεύουσες των κρατιδίων και στις πόλεις όπου στρατοπέδευαν στρατιωτικές μονάδες, το ποσοστό των μελών των Στοών που ήταν στρατιωτικοί ή είχαν αριστοκρατική καταγωγή ήταν πολύ υψηλό, ενώ στις μεγάλες εμπορικές πόλεις όπως το Hamburg, η Frankfurt, ή η Leipzig ήταν χαμηλό. Η κοινωνική διάρθρωση διέφερε από πόλη σε πόλη και από Στοά σε Στοά. Στις Στοές του Berlin, του Königsberg, ή του Breslau, υπερτερούσαν οι αριστοκράτες, οι υψηλόβαθμοι δημόσιοι υπάλληλοι και οι αξιωματικοί του στρατού. Στις πανεπιστημιουπόλεις, όπως το Göttingen, τα μέλη μίας Στοάς αποτελούντο κυρίως από καθηγητές, φοιτητές και γενικά άτομα της διανόησης.

Το 1823 ο Σεβάσμιος Διδάσκαλος (πρόεδρος) της Στοάς «Friedrich zum goldenen Zepter» του Breslau (σήμερα Wrocław – Πολωνία) Johann Oelsner έγραψε ένα ιστορικό της Στοάς για τις ανάγκες ενός επετειακού εορτασμού. Στο σημείο που ανακαλεί τα όσα συνέβησαν το 1780 αναφέρει:

…«Όχι σπάνια η καλή λειτουργία της Στοάς μας παρεμποδίστηκε από την ενθουσιώδη αποδοχή πολλών ανόητων απόψεων που εισήχθησαν σύμφωνα με το πνεύμα της εποχής και εξαπλώθηκαν σε ένα μεγάλο αριθμό Στοών»…

Στο ίδιο σημείο μνημονεύει και τον τότε Σεβάσμιο Διδάσκαλο Gottlieb Friedrich Hilmer. Ο Hilmer ήταν αυλοκόλακας του Δούκα του Württemburg – ο οποίος ήταν και μέλος της ίδιας Στοάς - στον οποίο μάλιστα χρωστούσε και την επαγγελματική του θέση. Ο συγγραφέας λέει για τον Hilmer:

...«Πιστεύοντας απόλυτα στον αποκρυφισμό, στον πνευματισμό, καθώς και σε άλλες παρόμοιες ανόητες θεωρίες, προσπάθησε μάταια να επιβάλλει τις απόψεις του ως γενικές αποδεκτές. Ως αποτέλεσμα, προέκυψαν διαιρέσεις εντός της Στοάς»...

Τα μέλη της Στοάς «Friedrich zum goldenen Zepter» το 1780 ήταν κυρίως αριστοκράτες και αξιωματικοί του στρατού. Ακόμα και το όνομα «Χρυσό Σκήπτρο», που επέλεξαν τα μέλη κατά την ίδρυσή της, σήμαινε πολλά. Στα μέσα της δεκαετίας του 1780 άρχισαν να εισέρχονται στη Στοά μεσοαστοί. Ανάμεσά τους ήταν ο Georg Gustav Fülleborn καθηγητής κλασσικών σπουδών στο Elisabeth Gymnasium ο οποίος σχετικά σύντομα κατέλαβε τη θέση του Ρήτορα (θέση αξιωματικού σε Συμβολική Στοά). Ο Fülleborn ήταν οπαδός του Διαφωτισμού, μαθητής του Kant και μελετητής του φιλοσόφου Christian Wolff. Ο Fülleborn από τη θέση του Ρήτορα προσπάθησε με τις ομιλίες του να επηρεάσει τους Αδελφούς του κατευθύνοντάς τους σε «πιό λογικές» ατραπούς. Χάρη στην επιρροή του, όπως γράφει ο Oelsner:

 ...«η αγνή και καθαρή ηθική, αντί για το κλείσιμο εμπορικών συμφωνιών και τον αποκρυφισμό»...

μπήκαν για πρώτη φορά στη Στοά «goldenen Zepter». Ως αποτέλεσμα, την δεκαετία του 1790 πολλοί από τους αριστοκράτες Αδελφούς του Εργαστηρίου παραιτήθηκαν και αποχώρησαν. Το αστείο της υπόθεσης είναι το ότι οι αποχωρήσαντες ευγενείς κατηγόρησαν τον Fülleborn ως θρασύ και υπερόπτη, ενώ τις εκκλήσεις του για ενδοσκόπηση και αυτοκριτική καθώς και την εκπλήρωση του ηθικού καθήκοντος, ως ένδειξη αυθάδειας!

Αυτή ήταν μια εποχή ιδεολογικών διαφωνιών, παραταξιακών συγκρούσεων και σχισμάτων μέσα στο Γερμανικό Ελευθεροτεκτονικό χώρο. Καθώς δε, η βασική διαμάχη μεταξύ ορθολογιστικής και αποκρυφιστικής τάσης παρέμεινε άλυτη, το μεγαλύτερο μέρος του κυρίαρχου θεσμικού Γερμανικού Τεκτονισμού – χωρίς να λείπουν οι λαμπρές εξαιρέσεις κάποιων Συμβολικών Στοών – είχε χάσει την επαφή του με το πνεύμα του αυθεντικού ουμανιστικού Ελευθεροτεκτονισμού. Από την άλλη πλευρά στη Γαλλία λόγω της ιδιαίτερης κουλτούρας του λαού της και σε αντίθεση με τη γερμανόφωνη κεντρική Ευρώπη, υπήρξε μια αλληλοδιείσδυση και όσμωση η οποία οδήγησε σε συγκερασμό απόψεων των δύο Ελευθεροτεκτονικών κλάδων με αποτέλεσμα την αποφυγή μιας εμφύλιας Τεκτονικής ιδεολογικής διαμάχης και την αρμονική συνύπαρξη των ρευμάτων τα οποία τελικά κατέληξαν να συζούν, θέλοντας και μη, σε εθελοντική βάση, εδώ και δυόμιση αιώνες. Το πρώτο ρεύμα, με σύνθημα «Ελευθερία, Ισότητα, Αδελφοσύνη» έχει την πρόθεση να συμμετάσχει ενεργά στην κατασκευή της ιδανικής κοινωνίας. Το δεύτερο, με σύνθημα «Σοφία, Ισχύς, Κάλος» προτιμά να εργαστεί στην κατασκευή του «Ναού της Ανθρωπότητας» με αφετηρία την κατασκευή του εσωτερικού ναού του Ανθρώπου. Το ένα Γαλλικό ρεύμα είναι εξωστρεφές, προοδευτικό, κοσμικό. Το άλλο είναι εσωτερικό, ημί-προοδευτικό και μυστικιστικό.

Όμως αντίθετα από τη Γαλλική εξαίρεση, απ’ όσα μέχρι τώρα αναφέραμε, είναι φανερό ότι οι δύο αυτές αντιφατικές Τεκτονικές προσεγγίσεις ήταν προορισμένες να έρθουν σε σύγκρουση. Δεν πρέπει λοιπόν να θεωρείται περίεργο το γεγονός ότι από τα μέσα της δεκαετίας 1770 έως το 1789, ξέσπασε μέσα στις τάξεις του Κεντροευρωπαϊκού γερμανόφωνου Ελευθεροτεκτονισμού μία οδυνηρή ιδεολογική σύρραξη. Όμως αυτή είναι μια άλλη – πολύ ενδιαφέρουσα -  ιστορία που θα σας τη διηγηθώ κάποια άλλη φορά στο μέλλον...

τελικά ως συμπέρασμα...

Μεσούντος του Διαφωτισμού, στην Ηπειρωτική Ευρώπη, την ίδια ώρα που πίσω από τις κλειστές πόρτες των συντηρητικών αποκρυφιστικών Στοών αιωρείτο η σκιά του Melchisedech, μέσα στις Φιλελεύθερες Ουμανιστικές Στοές οι Εργασίες και οι Φιλοσοφικές αναζητήσεις θύμιζαν ωδίνες τοκετού που έμελλε να φέρουν στο κόσμο τη Μarianne.



Ν. Καλλιπολίτης [Διδ. - Μέλος της Σ. Στ. "Κοινωνικός Κύκλος 0"]





Βιβλιογραφία

KOSELLECK Reinhart: «Critique and Crisis - Enlightenment and the Pathogenesis of Modern Society»: The MIT Press: USA: 1988 (Πρώτη έκδοση στα Γερμανικά 1959)

HABERMAS Jürgen:  «The Structural Transformation of the Public Sphere - An Inquiry into a Category of Bourgeois Society»: The MIT Press: USA: 1991 (Πρώτη έκδοση στα Γερμανικά 1962)

JACOB Margaret C.: «The Radical Enlightenment - Pantheists, Freemasons and Republicans»: Cornerstone Book Publishers: USA: Oct. 2006 (first edition 1981)

JACOB Margaret C.: «Living the Enlightenment: Freemasonry and Politics in Eighteenth-Century Europe Society»: Oxford University Press: USA: Dec. 1991

JACOB Margaret C.: «The Origins of Freemasonry - Facts and Fictions»: University of Pennsylvania Press: USA: Jan. 2007

ISRAEL Jonathan: «Democratic Enlightenment - Philosophy, Revolution, and Human Rights 1750–1790»: Oxford University Press Inc: USA: 2011

CLARK Peter: «British Clubs and Societies 1580-1800: The Origins of an Associational World»: Oxford University Press, USA: Feb. 2002

McINTOSH Cristopher: «The Rose Cross and the Age of Reason: Eighteenth-Century Rosicrucianism in Central Europe and its Relationship to the Enlightenment»: State University of New York Press: USA: 2012 (Second Edition) [Το βιβλίο είναι βασισμένο στο PhD του συγγραφέα που υποβλήθηκε στο πανεπιστήμιο Oxford – UK]

ÖNNERFORS Andreas: «Freemasonry: A Very Short Introduction»: Oxford University Press: UK: 2017

LOISELLE Kenneth: «Brotherly Love: Freemasonry and Male Friendship in Enlightenmen France»: Cornell University Press: USA: 2014 [Το βιβλίο είναι βασισμένο στο PhD του συγγραφέα που υποβλήθηκε στο πανεπιστήμιο Yale – USA]

STEFAN – LUDWIG HOFFMANN: «The Politics of Sociability: Freemasonry and German Civil Society 1840-1918»: The University of Michigan Press: (Chapt. 1): USA: 2007 [Το βιβλίο είναι βασισμένο στο PhD του συγγραφέα που υποβλήθηκε στο πανεπιστήμιο Bielefeld – DEUTSCHLAND]